12.5.07

Η ΔΩΡΙΔΑ ΣΤΗΝ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ - ΜΕΡΟΣ 14ο

ΑΡΜΑΤΟΛΟΙ ΚΑΙ ΚΛΕΦΤΕΣ . Α΄.

Από τα πρώτα χρόνια της Τούρκικης σκλαβιάς η Δωρίδα στάθηκε προπύργιο της Κλεφτουριάς . Άνθρωποι , από ιδιοσυγκρασία , φιλελεύθεροι οι κάτοικοι , ζώντας σ' ένα ορεινό χώρο που προσφερόταν γιά αντίσταση και κρησφύγετο στους διωγμούς , δημιούργησαν κλέφτικα σώματα από τα πιό σημαντικά στην Κεντρική Ελλάδα και οι καπεταναίοι της στάθηκαν φημιστοί στην εποχή τους . Θ' αναφερθούμε σους πιό σημαντικούς .
Από τους πρώτους που σήκωσαν κεφάλι ενάντια στην Τουρκιά και στάθηκε περίφημος γιά την αξιοσύνη του , είναι ο Χρήστος Μιλιόνης από την Ποτιδάνεια ( Άπάνω Παλιοξάρι ) της Δωρίδας . Τα περισσότερα στοιχεία γιά τη δράση του τα βρίσκουμε στον Φωριέλ , που γράφει :
<< Από όλα τα κλέφτικα τραγούδια της συλλογής μου το τραγούδι του Μηλιόνη είναι χρονολογικώς το παλαιότερον , και ο οπλαρχηγός διά τον οποίον αυτό εστιχουργήθη , είναι πιθανώτατα ο παλαιότερος όλων εκείνων , τους οποίους ο λαός τραγουδεί ακόμη και σήμερον . Κατήγετο από την μεσημβρινήν Ακαρνανίαν και από αυτόν αρχίζει δι' ημάς η μακρά σειρά των περιφήμων Κλεφτών των Αγράφων . Το επώνυμο Μηλιόνης προστεθέν εις το όνομά του Χρήστος υπονοεί το είδος του όπλου , το οποίον εμάχετο . Εις την νεοελληνικήν υπάρχουν ιδιαίτερα ονόματα διά τα διάφορα είδη όπλων : τα μακρύτερα ονομάζονται μ η λ ι ό ν ι α , εις τον ενικόν μ η λ ι ό ν ι καιένα μηλιόνι έφερε ο Χρήστος ο ίδιος , φοβερό τουφέκι , του οποίου η ανάμνησις διατηρείται ακόμη εις την Ακαρνανίαν , Δεν είναι εύκολον να καθορίσωμεν πότε έζησε ο Μηλιόνης , δυνάμεθα μόνον να βεβαιώσωμεν ότι απέθανε προ του τέλους του ΙΖ' αιώνος , και συνεπώς το τραγούδι , εις το οποίον εξυμνείται , είναι παλαιότερον των 130 ετών . Το ότι διετηρήθη περισσότερον άλλων τραγουδιών εις το στόμα του λαού οφείλεται μάλλον εις την τραγικήν παραδοξότητα της περιπετείας , η οποία είναι το θέμα του , παρά την ποιητικήν του αξίαν . Όταν κάποτε ήτο Κλέφτης επαναστατημένος επάνω εις τα όρη , ο Χρήστος Μηλιόνης επέδραμε απροόπτως κατά της Άρτας και ανήρπασε τον καδή , τον οποίον μετέφερε αιχμάλωτον με δύο αγάδες της χώρας , εις αυτούς διεννοείτο να επιβάλη βαρειά λύτρα . Η θρασεία αυτή πράξις επροκάλεσε θόρυβον και ο μουσελίμης - ο αντιπρόσωπος του πασά εις την επαρχίαν - θεώρησε καθήκον του νατον τιμωρήση . Ανέθεσε εις τον προεστόν Μαυρομάτην και τον δερβέναγα Μουχτάρ Κλεισούραν , να του φέρουν τον Χρήστον νεκρόν η ζωντανόν . Ο Μουχτάρ θεωρήσας ευκολώτερον να φέρη εις πέρας την επικίνδυνον αποστολήν του διά του δόλου παρά διά της δυνάμεως , ανέθεσεν τούτο εις ένα Τούρκον της φρουράς του , τον Σουλειμάνην , ο οποίος συνδεόμενος διά φιλίας με τον Χρήστον , ηδύνατο να τον πλησιάση , χωρίς να γεννήση υποψίας , και ούτω να εύρη την ευκαιρίαν να τον φονεύση η να τον συλλάβη . Μετ' ολίγον ο Σουλειμάνης συνήντησε πράσματι τον Χρήστον εις το μικρόν χωρίον του Αλμυρού , επί των κλιτύων των λόφων του Βάλτου , και η συνάντησίς των ήτο πολύ φιλική . Φαίνεται ότι ο Τούρκος , συγκινηθείς από την φιλικήν υποδοχήν και την εμπιστοσύνην του Κλέφτη , παλαιού του φίλου , μετά του οποίου << είχε φάει ψωμί και αλάτι >> , δεν ηθέλησε να τον συλλάβη προδοτικώς και του απεκάλυψε τιμίως τον σκοπόν της αποστολής , με την οποίαν ήτο επιφορισμένος . Συνήφθη λοιπόν ματαξύ γενναίων μιά μάχη , κατά την οποίαν κατά ιδιοτροπίαν της μοίρας , εφονεύθησαν και οι δύο >> .
Ο Κωνσταντίνος Σάθας τοποθετεί τη δράση του Μηλιόνη στο τέλος περίπου του 18ου αιώνα , σημειώνοντας :
<< Κατά τα 1750 προς τα 1760 οι αρματωλοί Βλαχαρμάτας Βέργος εκ Μαυρολιθαρίου , Χρήστος Μηλιόνης εκ Λοιδορικίου , Λάμπρος και Μήτρος Τσεκούρας εκ Γαλαξειδίου , Γιάννης Βουνιχωριώτης , Κώστας Ντράλλος εκ Δαδίου και άλλοι , ων τα ονόματα δεν διέσωσεν η παράδοσις , ύψωσαν την σημαίαν της επαναστάσεως εις τας επαρχίας Παρνασσίδος και Δωρίδος . Αγνοείται ο αριθμός των μεθεξάντων εν τη καταπνιγείση εκείνη ανταρσία κλεπτών . Η παράδοσις όμως αναφέρει , ότι ήσαν πολλοί , και τοσούτον επήροντο εις τας εαυτών δυνάμεις , ώστε ανέκραζον << κατέβα Παναγιά , να πολεμήσωμεν >> . Οι εν λόγω επαναστάται κατετρόπωσαν εις διαφόρους συμπλοκάς τους Τούρκους του Μαλανδρίνου και του Λοιδορικίου , φονεύσαντες και τινα βέην Μπεκήρην ονομαζόμενον , ένεκα όμως της επελθούσης διαιρέσεως οι μεν υπό την αρχηγίαν του εκ Γαλαξειδίου Λάμπρου Τσεκούρα διηυθύνθησαν κατά των Σαλόνων , οι δε υπό την αρχηγίαν του Χρήστου Μηλιόνη προς την Αιτωλίαν >> .
Στη συνέχεια περιγράφει τις μάχες που έδωσε ο Λάμπρος Τσεκούρας κύρια στην περιοχή της Παρνασσίδας και τον θάνατό του από τον μπέη των Σαλώνων με μπαμπεσιά στο λιοστάσι , που βρίσκεται μπροστά στην πολιτεία , κι επανέρχεται στη δράση του Μηλιόνη , αφού αναφερθεί και στον αγώνα του Γαλαξειδιώτη Γιάννη Τραγανή και του Βλαχαρμάτα , που σκοτώθηκαν , ο πρώτος σε μάχη και ο δεύτερος με βασανιστήρια , αφού πιάστηκε με προδοσία .
<< Μετά τον θάνατον του Λάμπρου ο επιζήσας αυτάδελφος αυτού Μήτρος Τσεκούρας , ηνώθη μετά του εν Αιτωλο-Ακαρνανία τότε διατρ'ιβοντος αρματωλού Χρήστου Μηλιόνη , μεθ ου πρότερον συνηγωνίσθη . Το επόμενον άσμα , δυστυχώς ελλιπές διατηρηθέν , αναφέρει την ένωσιν ταύτην . Ο ήλιος βγήκε στα βουνά , ψηλά στα κορφοβούνια. Πουκάτου σ' έναν έλατο , κοντά σε κρύα βρύση , ο Μήτρος ελημέριαζε με τον Χρήστο Μηλιόνη . Εκουβεν΄τιάζαν κι' έλεγαν τα δυό καπετανάτα..... Ο Χρήστος Μηλιόνης μετά του Τσεκούρα , εκ του Βάλτου , κατέφυγον εις την Ήπειρον , και εισελθόντες εις την Άρταν ηχμαλώτισαν τον κατήν και δύο αγάδες . Η τολμηρά αυτή πράξις μέγαν εποίησεν κρότον , και διά Σουλτανικού φιρμανίου διετάχθη ίνα καταδιωχθή συντόνως ο τολμηρός αρματωλός , ο μουσελίμης προσεκάλεσε τους εν Ακαρνανία δερβεναγάδες Μουχτάρ Κλεισούραν και Μαυτομάτην ίνα τω φέρωσι την κεφαλήν του Μηλιόνη . Αλλ' ούτοι γνωρίζοντες φαίνεται , προς τινα έμελλον να πολεμήσωσι , δεν ενήργησαν εντόνως την καταδίωξιν . Σουλειμάνης τις γνωστός τω Μηλιόνη , απεφάσισεν ίνα , καταχρώμενος της φιλίας , δολοφονήση τούτον . Συναντηθέντες εις Αλμυρόν ησπάσθησαν , καθ' όλην την νύκτα ηυθύμησαν , την δε πρωίαν ο Σουλειμάνης εξεφράσθη προς τον Μηλιόνη την αιτίαν της αφίξεώς του , προσκαλέσας τούτον εις παράδοσιν , επειδή δε ο Χρήστος ηρνήθη , ο Σουλειμάνης επυροβόλησεν , αλλά και ο Μηλιόνης έπραξεν το αυτό , αι δύο σφαίραι ταυτοχρόνως εξήλθον , και αμφότεροι έπεσαν νεκροί >> .

Τρία πουλάκια κάθονται στη ράχη στο λημέρι .
Τόνα τηράει τον Αλμυρό , τ' άλλο κατά το Βάλτο ,
το τρίτο το καλλίτερο μυριολογάει και λέγει .
<< Κυριέ μου , τι να γίνηκεν ο Χρήστος ο Μηλιόνης ; Μηδέ στο Βάλτο φάνηκε , μηδέ στην κρύα βρύσι , μας είπαν πέρα πέρασε κι' εμβήκε μες την Άρτα , κι' επήρε σκλάβο τον κατή , μαζί μεδυό αγάδες . Κι' ο Μουσελίμης τ' άκουσε βαρειά του κακοφάνη , τον Ματρομάτην έκραξε και τον Μουχτάρ Κλεισούρα. << Εσείς αν θέλετε ψωμί , αν θέλετε πρωτάτα , τον Χρήστο να σκοτώσετε , τον Καπετάν Μηλιόνη , έτζι προστάζ' ο Βασιληάς και μώστειλε φερμάνι >> .
Παρασκευή ξημέρωνε , ποτέ να μ' είχε φέξει ,
κι' ο Σουλειμάνης στάλθηκε να πάγη να τον εύρη .
Στον Αλμυρό τον έφτασε , κι' ως φίλοι φιληθήκαν ,
ολονυχτίς επίνανε , όσο να ξημερώση ,
και πριν να φέξη η αυγή , πέρασαν στα λημέρια ,
κι' ο Σουλειμάνης φώναξε του καπετάν Μηλιόνη :
<< Χρήστο , σε θέλει ο Βασιληάς , σε θέλουν οι αγάδες >> .
<< Όσο ν' ο Χρήστος ζωντανός , Τούρκο δεν προσκυνάει >> .
Με το τουφέκι τρέξανε ένας να φάη τον άλλον ,
φωτιά εδώσαν στη φωτιά , πέφτουν κι' οι δυό στο τόπο...

Ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης στο συνθετικό του ποίημα << Από την κυρά- Φροσύνη >> ( 1859 ) γράφει πως << αστράφτει ακόμα φλογερό , ανάμεσ' απ' τ' άλλα / του Χρήστου το περήφανο το φλογερό μηλιόνι >> και στον << Θανάση Διάκο >> ( 1867 ) τον αποκαλεί << του Βάλτου το θεριό >> , και γράφει πως << δυσκόλως δύναταί τις να προσδιορίση ακριβώς την εποχήν καθ' ην έζησεν . Μόνο δυνάμεθα μετά πιθανότητος να είπωμεν ότι περί τα τέλη της ΙΖ' εκατονταετηρίδος δεν υπήρχεν πλέον . Το πυροβόλον αυτού εφημίζετο αδιαμαρτητον , ώστε και μιλιόνια ονομάσθησαν μετά ταύτα πάντα τα έχοντα την αξίαν και το σχήμα εκείνου . Δεν παραδέχομαι την γνώμην του Φωριέλου πιστεύοντος ότι ο περιβόητος ούτος κλέπτης επωνομάσθη Μιλιόνης , διότι το πυροβόλον αυτού ήτο εκ των διακρινομένων διά του επιθέτου μιλιόνι . Νομίζω εξ εναντίας ότι το οικογενειακό του Χρήστου επώνυμον διαιωνίσθη μετά θάνατον υπό των εταίρων αυτού , επιτιθέμενον εις όσα πυροβόλα εφαίνοντο ομοιόσχημα προς το εκείνου . Σώζεται δημοτικόν άσμα εκ των παλαιοτέρων , εν ω εξυμνέίται ο θάνατος του ήρωος και όπου διαλάμπει ο εξής στίχος : Όσο είναι ο Χρήστος ζωντανός , Τούρκους δεν προσκυνάει >> .

Σ υ ν ε χ ί ζ ε τ α ι........

1 comment:

~Αερικό~ said...

Να τη γράφετε την ιστορία μας Κύριε Καψάλη γιατί σε λίγο θα μας κάνουν να την ξεχάσουμε.