Στις αρχές του 1941 - γινόταν ακόμα ο πόλεμος με τους Ιταλούς - με επιτάξανε με το ζόρι , να πάμε για οχυρωματικά έργα . Με πήραν από μέσα από το Λιδορίκι .
Τότε είχα πάρει μιά εργολαβία , κι' ένα μεσημεράκι πήγαινα στο " γύφτο " ( σιδηρουργό ) γιά να φτιάξω ένα μακάπι , γιά να χτυπήσω φουρνέλα .
Ξάφνου στο δρόμο , σταματάει ένα στρατιωτικό αυτοκίνητο , κατεβαίνουν δυό-τρεις στρατιώτες και μου λένε : " Έμπα και συ στο αυτοκίνητο ". Εγώ τάχασα . " Αφήστε με " τους λέω , έχω δουλειά , εκείνοι τίποτα ! Βλέπεις αυτούς εδώ ; μου λένε και μου δείχνουν ένα αυτοκίνητο γεμάτο άντρες , πάνε όλοι στα οχυρωματικά έργα . Θα σας πληρώνουν κάθε βδομάδα , και συσσίτιο κάθε μέρα....
Εγώ επέμενα , , άφησέ με , βρε άνθρωπε , λέω σ' ένα , δεν βλέπεις ότι έχω δουλειά ;
Θα περάσεις στρατοδικείο αν δεν έρθεις , μου λέει αυτός , εδώ η Πατρίδα μας κινδυνεύει και συ κάθεσαι και σκέφτεσαι τη δουλειά σου ;
Με τα πολλά , με βάζουνε μέσα στο φορτηγό και μας πάνε στην Άμφισσα . Εκεί , κοίταξα να ξφύγω , αλλά που...μας φυλάγανε άγρυπνα . Μετά μας πήγανε μέχρι το Μπράλλο , μας βάλανε στο τραίνο και κατεβήκαμε στη Βασιλίτσα , κοντά στην Αξιούπολη της Μακεδονίας !!
Εκεί μείναμε σ' ένα δωμάτιο , καμιά εικοσαριά άνθρωποι . Ήμουν εγώ , ο Αριστείδης ο Φάσας ( κατσικοπόδαρος ) , ο Νίκος ο Κούστας , ο Κώστας ο Μαργέλλος ( Ελλάδας ) , ο Γιάννης Αναγνωστόπουλος ( Σουκαράς ) , ο Μήτσος ο Δημητρακόπουλος ( που έχει το σπίτι του κοντά στο νεκροταφείο ), ο Κωνσταντίνος Δούκας ( Θωμοκώστας ) , ο Γιάννης ο Λιάγγουρας , ο Γιάννης ο Τσίτσικας και πολλοί Βελουχοβιώτες . Από την άλλη μέρα , μας βάλανε να σκάβουμε λάκκους δυό μέτρα βάθος και τρία μάκρος , μας φτιάχνανε και συσσίτιο , όπως οι στρατιώτες . Μιά μέρα , βλέπουμε Γερμανικά αεροπλάνα να περνάνε από πάνω και να πυροβολούν . Μόλις εμείς τα ακούγαμε , τρέχαμε και κρυβόμαστε σ' ένα μικρό ρεματάκι , που είχε κάτι μικρά δέντρα , και περιμέναμε να περάσουνε .
Στο μεταξύ , είχαμε και ένα δεκανέα , που γκρίνιαζε όλη την ώρα , γιατί δεν κάναμε δουλειά , αλλά δε γινότανε κι' αλλιώς , γιατί κάθε 5 λεπτά περνούσαν αεροπλάνα και μεις σταματούσαμε . Τότε του λέμε , πήγαινε και κάτσε στη ράχη κάτω από μιά αγκορτσιά , κι' όταν βλέπεις αεροπλάνα , σφύρα μας να κρυβόμαστε . Αυτός γκρίνιαζε στην αρχή , μα στο τέλος είδε πως δεν μπορούσε κα κάνει κι' αλλιώς και κάθισε να φυλάει .
Δίπλα που δούλευα , ήταν μαζί μου κι' ο Μπάφας και τον άκουσα να λέει " Είναι καιρός τώρα να βγούμε στα βουνά ". Το είπε και το έκανε....
Μιά μέρα , μόλις νύχτωσε , πήγαμε με το Μπάφα στη Βασιλίτσα , σε μιά γυναίκα που μας έπλενε ταρούχα . Σ' αυτή την καυμένη χρωστούσαμε πολλά λεφτά , γιατί μας είχαν πει πως θα μας πληρώσουν , αλλά όχι μόνο δεν είχαμε δεκάρα , αλλά είμασταν και άφραγκοι όταν ξεκινήσαμε . Ευτυχώς που της δίναμε το σαπούνι γιά το πλύσιμο . Την πλησιάζω τότε και της λέω , πήγαινε παρακάλα κι' εσύ να μας πληρώσουν , γιά να σε πληρώσουμε και σένα . Μου λέει εκείνη : Δεν πειράζει , πηγαίνετε με το καλό παιδιά μου στα σπίτια σας και ο Θεός βοηθός .
Σ υ ν ε χ ί ζ ε τ α ι .........
11.2.08
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment