8.2.08

ΜΕ ΤΟΥΣ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΤΕΣ ΣΤΟ ΛΙΔΩΡΙΚΙ .

Το Μεσολόγγι μένει πίσω πιά , στη χαλασιά στην αλαλιά του. Νους και καρδιά το διώχνουν και το σπρώχνουνε μ' αποστροφή της λησμονιάς τα σαραντάβαθα , στ' αβασίλευτα σκοτάδια του χαμού .
Φαρμάκι είναι στα χείλη τ' όνομά του . Κι' αυτό , τ' αραχνιασμένο , γυρίζει πίσω μ' όλα του τα σάβανα , κι' ορθώνεται στα μάτια σαν ξαναζωντανεμένος νεκρός . Αν τόσα στήθια , γιά το Μεσολόγγι , κάστρο πυργωθήκανε σκληρότερο απ' τ' ατσάλι , τα στήθια αυτά και τα κορμιά καπνός γενήκανε και στάχτη τώρα , και χαθήκανε στον άνεμο και παν . Το ίδιο , ας ήτανε και μπορετό νάχε χαθή , ποτέ μην είχε γεννηθή το Μεσολόγγι το πικρό . Ας τούπεφτε κακιά αστραπή να τόκαιγε , πριν απόνα λιμνοχώρι ταπεινό ξεβγή στον κόσμο και φανή ψηλότρεο απ' τον Έλυμπο , κι' αστράψη και βροντήση . Και τώρα , που είναι του Μεσολογγιού η φωτιά η μεγαλωμένη και που η βροντή ; Αφού έτρεξε γοργό το δρόμο της και σκόρπισε το χαλασμό , χαλάστηκε κι' η ίδια .
Κι' απόμεινε μιάς σπιθαμής μαύρη καπνιά στρωμένη , δυό ζευγαριών καψαλισμένος τόπος , εκεί που πρώτα πυκνό ρουμάνι από δενδρόκορμη παληκαριά , δρυμός παρθένος απ' τη μοίρα της Ελλάδας φυτρωμένος , έδειχνε της ομορφιάς τον πιόαγνόν ανθό , τα πιό ακριβά του κόσμου δώρα , την ιδέα , την πίστη , την αγάπη .
Της φρουράς τ' απομεινάρια ακολουθάνε την ανηφοριά , του δρόμου το κυμάτισμα , σα συμπεθερικό βουβό , ξένο απ' τη χαρά του γάμου . Της φωτιάς τ' αποκαίδια , άντρες και γυναίκες λιγοστές , πεντ' έξι , ντυμένες τ' αντρικά τους , σκυφτά κορμιά μισόγυμνα , στήθια στιμμένα , αρμοί και κατακλείδια αχνά ξεπεταμένα , μάτια βαθουλά , δεν κυττάζουν την κατάντια τους , δεν μιλάνε και δεν νοιάζονται τη συντροφιά τους γύρω , άχαρη συντροφιά σε γάμο καλεσμένη , που δεν στάθηκε ποτέ . Κούφια κουφάρια από την πείνα χορτασμένα , γονατισμένα από τη συμφορά , πάνε στο δρόμο τους συρτά και μεθυσμένα , και δεν ξέρουν ούτε τ' ανοιξιάτικο ξεφάντωμα , που χύνεται τριγύρω , ίσως γιά χαρά δική τους , ούτε την απίστευτή τους λευτεριά , που ξαναβρήκανε μονάχοι αυτοί , κι' όχι άλλοι , τίποτε δεν βάνουνε στο νου . Τ' άγιο ψωμάκι μοναχά παρακαλάνε κάπου λίγο να βρεθή . ΔΕ νοιώθουν πιά ούτε αν υπάρχει και χαρά , ούτε και κόσμος αν υπάρχει . Μονάχα το ψωμί .
Κανένας τους δε θέλει πίσω ν' αηναντεύση τι δρόμο άφησε , τι δρόμο πήρε . Το ξέρουν , είναι καταπόδι τους ο οχτρός , Τούρκος είναι κι' ο Χάρος . Όμως αν χτυπάει αυτός , χέρια δεν έχουνε , μήτε άρματα ν' αποκριθούν . Αλύπητος οχτρός , το ξέρουν , κι' ας χτυπάη .
Μοιάζουνε σα νάχασαν το δρόμο τους , του δρόμου το σκοπό , κάτι χειρότερο , σαν αποξενωμένοι μοιάζουν από της ζωής το σύνορο , σε σκοτεινή ερημιά ριγμένοι , που τη διαγουμάν αθώρητα θεριά . Στο δρόμο , έρημα , αρπαγμένα και χαμένα τα χωριά , τα σπίτια ολάνοιχτα σαν άδειοι τάφοι , χωρίς τον ίσκιο ζωντανής ψυχής , χωρίς ακόμα και τ' ορνιθολάλημα , και του σκυλού το γαυγητό . Έτσι δέχονται το ξένο συμπεθερικό , και τ' αγναντεύουν που περνάει . Οι χωριανοί , όσοι ξεμείναν , πιάσαν τα βουνά , αιώνια καταφύγια , να γλυτώσουν . Και δεν είναι τώρα πουθενά ένα χέρι σπλαχνικό να δώση το ψωμάκι , την αρρώστεια και τη λιγοψυχιά να λησμονηθή .
Ένας - ένας , όσοι ακούν τησπίθα τη στερνή να τρεμοσβήνη στην καρδιά , μένουνε πίσω και ξαπλώνονται στις ξώπορτες που χορταριάσανε , στα παραγώνια που γιά χρόνια τη φωτιά τους χάσανε , κι' εκεί , κατάχαμα , γυρεύουνε και βρίσκουν την ανάπαψη . Κι' οι άλλοι παν .
Και πιό πολλοί είναι που απομένουν πίσω , στα μονοπάτια τα τραχιά , παρά οι ζωντανοί που προσχωράν . Έτσι , όσο πάει και λιγοστεύει το λιγόζωο το συμπεθερικό . Της έξοδος τ' αντίβροντο γέμισε των βουνών τα κάρκαρα , λιάκουρες και κλεισούρες αντιβούισαν , κ'οι κρυμμένοι χωριανοί βγήκανε τέλος απ' τους κρυψώνες τους και τρέξαν από πίσω στο συμπεθερικό , σα διψασμένα αγρίμια , να ρωτήσουν και να μάθουν . Τους προφτάσανε πολλοί στο Λιδωρίκι . Εκεί , μπρος στ' αχνισμένα λείψανα , που δείχνουν της ζωής τη φλόγα μεσ' τα μάτια τους να θαμποσβήνη σα μακρυσμένο απόβραδο , οι χωριανοί λησμονήσαν και το ρώτημα και τ' άκουσμα . Άλλοι λειψό ψωμί ζυμώσαν , άλλοι ψήσαν αρνάκι τρυφερό , άλλοι ξετρυπώσαν τ' αντιψύχι του πλιού κρασιούκαι στρώσαν το τραπέζι , όλο δαφνόμυρτα , και μοίρασαν το φαί , λίγο από λίγο κι' ενώ τους βλέπουνε να τρώνε , μένουν αυτοί γονατιστοί και κλαίνε .
Δες όμως και τι θάμα ήταν αυτό . Όχι σαν ηλιοβασίλεμα που φεύγει , μα σαν κοντινή ανατολή η ζωή γυρίζει στη ματιά τους . Το χαμόγελό τους μοιάζει με του Αυγερινού το πρωτοχάραμα . Και ξαφνικά λάμπει στο μέτωπό τους τ' άγιο αστέρι το λαμπρό . Είναι του Μεσολογγιού η θύμηση η γλυκειά που ξαναγύρισε κι'έφεξε γύρω . Σηκώνονται απ' το τραπέζι το λιτό . Άντρες - γυναίκες σιάζουν τ' αχτένιστα μαλλιά , σφίγγουν τη μέση , χεροπιάνονται όλο νιάτα , από θείο πιοτό γεμάτη η καρδιά . Ένας Σουλιώτης , πούκρυβε στα στήθια τη σημαία του Μεσολογγιού , την ξετυλίγει , την κρεμάει απόναν κλάδο . Δεν είναι πιά σημαία του πολέμου αυτή , φλάμπουρο είναι γάμου , και κάνει τη χαρά του το λυπημένο συμ[πεθερικό , και παίρνει τη λαχτάρα της ζωής γιά νύφη , νύφη μιά και μόνη . Ο λόγος ο στοματικός , που φύλαξε του θείου αυτού χορού το θάμα , λησμόνησε γιά το τραγούδι να μας πή , που είπαν οι χορευτάδες .
Μα θάπρεπε τέτοιο τραγούδι στόμα ανθρώπου να μην ξανά το τραγουδήση . Θάπρεπε μονάχα σ' άγιο βήμα , που δεν τόχτισε χέρι ανθρώπινο , εκεί να προσκυνιέται κι' ο ήχος του να προσκυνιέται σαν από δισκοπότηρο , με τη σταλαματιά , σα γάργαρο νερό μαργαριτάρι σε φραγμένα στόματα .-

Συνταρακτική , αφηγηματική περιγραφή της περιπλάνησης των Εξοδιτών , απ' τον Γιάννη Βλαχογιάννη , και της υποδοχής τους , απ' τους Λιδορικιώτες , λίγα , πολύ λίγα λόγια , αλλά οι..εικόνες , μυριάδες , διαβάστε , γράμμα το γράμμα , λέξη τη λέξη , αδέρφια , το κομμάτι αυτό του Επαχτίτη λογοτέχνη , κι' ακολουθήστε τη στράτα των εικόνων , αυτό είναι αρκετό........Κ.-

No comments: