11.2.08

ΚΥΠΡΙΑ ΚΑΙ ΚΟΥΔΟΥΝΙΑ ΠΡΟΒΑΤΙΩΝ ΚΑΙ ΓΙΔΙΩΝ...Β '.



Η φωνή , το μέγεθος , το σχήμα του κουδουνιού και , μερικές άλλες λεπτομέρειες που παρατηράει ο τσοπάνης , πάνω στα κουδούνια , με προσοχή και ανοιχτοματιά του δίνουν τη δυνατότητα να δώσει ορισμένα ονόματα στα κουδούνια . Άλλωστε , όπως δίνει ονόματα στα ζωντανά του έτσι δίνει ονόματα και στα κουδούνια του . Έτσι θα τον ακούσεις να λέει : Κουδούνες , τα πολύ μεγάλα κουδούνια που κρεμάει στα γκεσέμια του . Πίπες η μπουζούκες , τα κουδούνια 2-3 οκάδων που χύνουν ένα παράξενο αχό πιπ-πιπ και που τα κρεμάει στα πιό διαλεχτά γκεσέμια . Κλαπακιόρα , κουδούνι με βαρύ ήχο , μεσοκούδουνα , τα μέτρια σε μέγεθος , κριαροκούδουνα , κουδούνια που κρεμάει στα κριάρια , γαλαροκούδουνα , γιά τα γαλάρια , λαγαροκούδουνα με λαγαρή λαλιά , μικροκούδουνα , μικρά σε μέγεθος . Διπλά κουδούνια , διπλοκούδουνα η δίχειλα , το 'να μέσα στ' άλλο , τα λιβαδινά κουδούνια μικρά και μεγάλα , τα ξηντάρια κουδούνια , τα βδομηντάρια , δηλαδή των εξήντα κι εβδομήντα λεπτών . Τα χοντροκούδουνα , με χοντρή φωνή , τα στρογγυλοκούδουνα , έχουν σχήμα στρογγυλό . Τα πλακωτά κουδούνια , με πλακέ σχήμα . Τα ψιλοκούδουνα , με ψιλή φωνή . Οι γουργούρες η τα γουργούρια , μικρά κουουνάκια που τα λέει και αρνοτρόκανα η αρνοκούδουνα . Αυτά τα λέει επίσης και θλιβεράκια . Εκτός απ' αυτά έχει και τα βραχνοκούδουνα , μεγάλα κουδούνια κουδούνια με βραχνή και βροντερή φωνή .
Όλα αυτά ο προβατάρης τα κρεμάει στα πράτα του με στεφάνια , που τα λέει πρατοστέφανα και που τα φτιάχνει με ξύλα από κέδρα , οξυές η φιλίκια . Κόβει ένα μακρύ ξύλο το πελεκάει καλά το φτηνεύει κάνοντάς το μιά μακριά λουρίδα κι ύστερα το γυρίζει και το δίνει το σχήμα του λαιμού του πρόβατου , δηλαδή κάπως στρογγυλό . ΄Τστερα περνάει το βαστάκι του κουδουνιού στην τετράγωνη τρύπα που έφτιασε στο κάτω μέρος του στεφανιού , περνάει μιά λαμαρίνα λεπτή ανάμεσα στο βαστάκι και γυρίζει τα δυό της άκρα στο στεφάνι πολύ καλά γιά να πιάσουν σφιχτά . Βάζει κι 'ενα κομμάτι από δέρμα ανάμεσα σ' αυτά τα δυό ( βαστάκι και λαμαρίνα )να μην τρίβονται κι έπειτα το περνάει στο λαιμό του πρόβατου , της προβατίνας η του κριαριού , το δένει και, να το , έτοιμο αρματωμένο το ζωντανό .
Και τώρα πάμε στη γιδοκοπή . Εδώ οι γιδαραίοι τσακίζουν τα πόδια τους φυλάγοντας άλλα ζωντανά , τα γίδια , τη ράτσα του διαόλου όπως λένε κι 'εχουν άλλα βροντάρια , τα κύπρια και τα τσοκάνια . Ειδικά τσοκάνια γιά γίδια που τ' αποκαλούν γιδοτσόκανα κι έχουν ένα κοφτό και χοντρό χτύπο που τα ξεχωρίζει απ' τα γελαδοτσόκανα η βοιδοτσόκανα .
Κάθε γιδικοπή φέρνει ένα η δυό το πολύ τσοκάνια . Ένα τραοτσόκανο μεγάλο που το σέρνει ένα γκεσεμότραγο κι' ένα πιό μοκρό , που το κουβαλάει στο λαιμό της και μιά στειρόγιδα η στερφόγιδα .
Τα κύπρια , ο γιδοβοσκός , τα προσέχει πιό πολύ απ' τα τσοκάνια γιατί αυτά αποτελούν τα καλύτερα όργανα της ολικής συναυλίας του κοπαδιού του και τα χωρίζει σε τρεις κατηγορίες : Στα λαγγόκυπρα , μικρά κύπρια , στα μεσόκυπρα , πιό μεγάλα και στα καμπανόκυπρα η στα γεσεμόκυπρα , κύπρια μεγάλα που κρεμάει στα πιό καλά γκεσέμια του , στα καμαρωβάδιστα και στα γοργοβάδιστα τραγιά του .
Το γιδοκοπάδι όταν είναι απματωμένο καλά με κύπρια , που να σκαλώνουν οι φωνές τους , είναι μιά καλλίφωνη κι' ανεύρετη συναυλία , που συναντάει κανένας μονάχα στα καλομυρωμένα λόγγα , στα ελατόζωστα βουνά και στις περίτρανες βλαχοστάνες . Κι όλα αυτά τα γλυκόφωνα κύπρια , οι γιδαραίοι , τα κρεμάνε στα γίδια τους , βάζοντάς τα πρώτα στα πιό καλοπελέκητα και σιγοροκλείδωτα γιδοστέφανα που τα λένε και γιδόγευλες . Κι έχουν τριών ειδών γιδοστέφανα . Τα μονοκλέιδωτα γιδοστέφανα , μ' ένα κλειδί , τα διπλοκλέιδωτα γιδοστέφανα , με δυό κλειδιά και τ' αναποδοστέφανα που κλειδώνουν ανάποδα . Τα διπλοκλείδωτα γιδοστέφανα τα λένε μερικοί γιδάρηδες και διπλοστέφανα . Γιά να ξεκλειδώσεις καλόφτιαστο γιδοστέφανο πρέπει να ιδρώσεις και το χειμώνα ακόμα . Δεν είναι εύκολο πράγμα . Χρειάζεται ειδική τέχνη , γιατί το γιδοστέφανο πελεκιέται και φτιάχνεται συνήθως από χέρι έμπειρου πελεκάνου . Πάνω σ' αυτό σκαλίζει κι εκφράζει τον ψυχικό του κόσμο ο λαικός τεχνίτης με διάφορα σκαλισματοκεντήματα , που φτιάχνει μ' ιδιαίτερη χάρη κι ομορφιά .
Το χειμώνα , οι τσοπαναραίοι συνήθως βγάζουν τα κυπροκούδουνα , κάτω κει στα χειμαδιά . Αφήνουν μονάχα λιγοστά βροντάρια γιά να μαζεύεται το πράμα και να τ' ακούει κι ο τσοπάνης . Τι να τα κάμουν , άλλωστε τα κυπροτσόκανα τα ζωντανά μέσα στην καρδιά του χειμώνα ; Πό 'χει γιά στολίδια του τις κακοκαιριές και τις χιονούρες του !
Το πράμα αχαμναίνει με την κακοκαιριά , λιγνεύει και φεγγρίζει από την αφαγιά και το δρολόπι , δεν χρειάζεται νά 'χει στο σβέρκο τσοκάνια , κουδούνια και κύπρια , το βαραίνουν . Αυτά τα θέλει να τα 'χει την άνοιξη και το καλοκαίρι πάνω στα ψηλόβουνα και στις αιτοκορφές γιά ν' αχολογούν τα διάσελα και τα καταπράσινα βουνοπλάγια .-

Το παραπάνω κείμενο είναι παρμένο απ' " ΤΑ ΛΙΔΩΡΙΚΙΩΤΙΚΑ 1983¨ του Γιώργου Καψάλη και είναι γραμμένο απ' το φιλο -λογοτέχνη Βασίλη Λαμνάτο .

No comments: