1.2.08

ΑΛΩΝΙΣΜΑ ΤΟΥ ΠΑΛΙΟΥ ΚΑΙΡΟΥ ΣΤΗ ΡΟΥΜΕΛΗ - Β'.




Η ατμόσφαιρα αυτή του αλωνίσματος είχε κάτι από την ομορφιά και την ποίηση των " Ειδυλλίων " του Θεοκρίτου , με την θάλασσα των χρυσών σταριών που γιόμιζαν τ' αλώνια , με τους νοικοκυραίους όλο χαμόγελο και κέφι , με τους βλάχους ντυμένους με τα βαρειά σκουτιά τους , το στριφτό μουστάκι , τα σελλάχια και το τραγούδι το λεβέντικο . Ήταν να καμαρώνεις και να χαίρεσαι αυτή τη γοητευτική ατμόσφαιρα . Αντιβούιζε το χωριό κι' οι ρεματιές και τα σύρραχα απ' τις φωνές των βαλμάδων που έτρεχαν από κονττά στα σπαθάτα τους άλογα, καθώς εκείνα κομμάτιαζαν το στάρι . Δεμένο γερά με χοντρές τριχιές από τον στρίγερο , φρούμαζαν και πηδούσαν μέσα στο απλωμένο χρυσάφι του σταριού , κι' οι νοικοκυραίοι από γύρα με τα ειδικά σύνεργα , τα ξύλινα η σιδερένια δικούλια , πρόσεχαν μην ξεχειλίσει το στάρι από τις άκρες τ' αλωνιού . Κι όλοι , αλωνιστάδες και νοικοκυραίοι , είχαν κέφι στην καρδιά και το τραγούδι στα χείλη ,ένα τραγούδι που μιλούσε γιά την πληρωμή του ανθρώπινου μόχθου , γιά την αμοιβή του κόπου τους , γιά τον καρπό που θα γιόμιζε τ' αμπάρια του σπιτιού .



Θα γνωρίσουμε στη συνέχεια , αυτή την ατμόσφαιρα της προετοιμασίας γιά τ' αλώνισμα σε ρουμελιώτικο χωριό . εδώ και κάμποσα χρόνια . Στο πετράλωνο ένα αντρόγυνο στρώνει τα δεμάτια κι' ετοιμάζεται γιά το πανηγύρι του αλωνίσματος , καθώς αχνοροδίζει , στις κοντινές κορφούλες , η ανάσα της καλοκαιριάτικης αυγής . Είναι δυό ηλικιωμένοι χωριάτες . Ο άντρας πλησιάζει τα εξήντα ενώ η γυναίκα του κάπου δέκα χρόνια μικρότερή του .Καθώς το έργο κινάει το χαρούμενο δρόμο του , κινάει κι' ο λόγος , λόγος απαντοχής κι' ελπίδας στην καρδιά τους , ένας λόγος που συνδυάζεται και με τη χαρακτηριστική ομορφιά του εθίμου .



-- Χάραξε γιά καλά γυναίκα , και λόγου μας δε στρώσαμε ακόμα τ' αλώνι . Όπου νάναι θα φανούνε κι' οι βαλμάδες .



-- Όλα θα τα προλάβουμε , αφέντη . Έχει ο Θεός . Έτσι μπόλικος που είναι ο καρπός , μεγαλώνει πιότερο κι η λαχτάρα της καρδιάς μας . Όσο γιά τους βαλμάδες δεν είναι δα και τόσο εύκολο να φτάσουν από τα τσοπάνικα λημέρια , νωρίς - νωρίς . Ο δρόμος είναι κάμποσος και δεν πρέπει να κουραστούνε κι ίδιοι και τ' άλογά τους .



-- Να κουραστεί π Τριτσιμπίδας κι' ο Λιαροκάπης , γυναίκα ; Αυτοί παίρνουν περαταριά χωριά και χωριά με τ' άλογά τους . Οι καλύτεροι αλωνιστάδες . Και ξέρεις σόι πάει το βαλμαλίκι . Αλωνιστάδες πάππου προς πάππου . Άξιοι , χεροδύναμοι κι άνθρωποι με μπέσα . Έτσι και σου πουν την τάδε ώρα , τη υτάδε μέρα , θα ρθούνε , να μη κράτήσουν το λόγο τους δε γίνεται . Ο κόσμος , που λέει ο λόγος , να χαλάσει , θα 'ρθούνε . Με το φεσάκι τους στραβά , μόλις που να κρύβει τα κατσαρά τους τα μαλλιά , με τη φέρμελη , το σελλιάχι , τη σκαλισμένη γκλίτσα και το κοντοκάπι .Ετούτοι την κρατάνε τη λεβέντικη , τη ρωμαίικη τη φορεσιά . Και με τι καμάρι , αληθινά όπως της ταιριάζει . Μιλάω γιά βιασύνη κι απολησμονήθηκα στην κουβέντα . Μα έτσι όμορφα που είναι όλα τριγύρω μας . Τόση ομορφιά και τόση καλωσύνη ! Ο Θεός που σκόρπισε μ' απλοχεριά την ομορφιά ολόγυρά μας , δίνει τώρα περίσσια και τη χαρά στην καρδιά μας , με τον πλούσιο καρπό . Να κόψω ένα ξύλο σταυρωτό να το μπήξουμε στο στροιρό , καταμεσίς στ' αλωνιού το χρυσαφένιο πλάτος όλα να πάνε καλά στην ευλογημένη τούτη μέρα .



-- Να το μπήξεις αφέντη , κι' απέ να βάλουμε στη ρίζα του , κάτω από τα τρία πρώρα δεμάτια , μπόλικο λιβάνι , ένα τριμμένο δαφνόφυλλο από τα βάγια που κρατάμε στο εικονοστάσι και τρία μεγάλα σκόρδα , με την πλεξούδα τους . Μάτι να μην πιάσει τ' άλογα . Θυμάσαι δα τι έπαθαν , πρόπερσυ , οι Κωστακαίοι πούχασαν πάνω στ' αλώνι την καλύτερη σαρακατσάνικη φοράδα .



-- Αν θυμάμαι λες , γυναίκα . Μπορεί ν' απολησμονήσει κνένας το μεγάλο το κακό , να σκάσει το πράμα μέσα στ' αλώνι από το μάτι . Μα τι φοράδα ήτανε εκείνη ! Τεφαρίκι ολάκερο . Χλιμίντραγε σα να τραγούδαγε . Σπαθάτο , άξιο , πρώτο στ' ασκέρια των βαλμάδων . Έλεγα πολλές φορές στον αφέντη του : " Μωρέ συμπέθερε , ρίχνε καμιά φορά κι' από λίγο αγιασμό στη φοράδα να μην την πιάσει τι κακό μάτι . Κρέμασέ του και κανένα χαιμαλί με το κοκκαλάκι της νυχτερίδας μέσα σε χρυσοκλωστές " . Που ν' ακούσει ο βλάχος . Ώσπου ήρθε η κακή η μέρα που να μη δευτερώσει . Είχανε φτάσει στη μεσιά τ' αλωνιού , ότι τσάκιζε η καλαμιά , σαν πέρασε από κει η κακίστρα η γριά Λούτινα , το κακό μάτι του χωριού . " Η ώρα η καλή είπε ξερά ". Κι' από μέσα της " Μωρέ τι φοράδα είναι το΄πυτη ! ". Κι'έφυγε κατά το κεφαλάρι . Και το κακό δεν άργησε . Φρένιασε το πράμα , πέφτει κάτου , σπαρταράει . Πριν προλάβουμε να του διαβάσουμε το ξόρκι και να το σταυρώσουμε , έσκασε . Μάτι να σου πετύχει ! Σκόρδο και λιβάνι στα μάτια σου κακίστρα γριά Λούτινα , μακριά από τ' αλωνι και την προκοπή μας . Να βάλεις σταυρωτά τα πέντε πρώτα δεμάτια .



Σ υ ν ε χ ί ζ ε τ α ι .......

1 comment:

Anonymous said...

Γιώργη Χολιαστού

Ο ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ KAI ΟΙ ΓΎΝΑΙΚΕΣ

"Στον φυσιολογικό άνθρωπο κάθε στενοχώρια, κάθε θλίψη, υποχωρεί μπρος στην αγωνιστική διάθεση".
Αυτά γράφει ο Αγγελος Βογασάρης μιλώντας για τις αιτίες που έσπρωξαν στο θάνατο τον Καρυωτάκη.
Ενώ στον Καρυωτάκη, που δεν ήταν "φυσιολογικός", η θλίψη δεν υποχώρησε μπρος στην αγωνιστική διάθεση.
Αλλά ποιος είναι φυσιολογικός άνθρωπος; Είναι
εκείνος που βασανίζεται από τα μεγάλα ερωτήματα
της ζωής ή εκείνος που διάγει μια ζωή ζωώδη-ζωή
που δεν σηματοδοτεί κανένα βαθύ νόημα, που δεν την ταράζει καμιά βαθιά αγωνία;
Αν φυσιολογικός άνθρωπος είναι ο άνθρωπος της
δεύτερης περίπτωσης, τότε φυσιολογικός άνθρωπος
είναι ένας άνθρωπος χωρίς σκέψη, ένα ον που έχει
μόνον ένστικτα, ένα άλογο ον.
Αυτός ο άνθρωπος όμως κι ας έχει το εξωτερικό
σχήμα του ανθρώπου, δεν είναι άνθρωπος.

Η πρόταση λοιπόν: "στον φυσιολογικό άνθρωπο κάθε στενοχώρια, κάθε θλίψη, υποχωρεί μπρος στην αγωνιστική διάθεση", δε στέκει λογικά, γιατί ένα άλογο ον δε νιώθει θλίψη ούτε λύπη. Αυτό το λάθος κάνει ο Βογασάρης όταν λέει πως ο φυσιολογικός άνθρωπος είναι εκείνος που η αγωνιστική του διάθεση κάνει τις θλίψεις του να υποχωρούν. Νομίζει αυτό το ον "φυσιολογικό άνθρωπο", ενώ αυτό δεν είναι ούτε άνθρωπος καν, ώστε και TO επίθετο "φυσιολογικός" δεν έχει θέση εδώ, αφού βγαίνει εκ των πραγμάτων από τη μέση το ουσιαστικό που το επίθετο αυτό θέλει να προσδιορίσει.
Αντίθετα, όποιος νιώθει θλίψη και στενοχώρια, αυτός
είναι όχι πια φυσιολογικός άνθρωπος, αλλά απλά
άνθρωπος.
Άνθρωπος που θέτει τα βασανιστικά ερωτήματα
στον εαυτό του Κι αυτό αρκεί για να τον κάνει
άνθρωπο. Η θλίψη και η «στενοχώρια» είναι το
αναγκαστικό επακόλουθο των αναπάντητων αυτών
ερωτημάτων. Γιατί μη όντας ερωτήματα που να
επιδέχονται μιαν απάντηση, καρφώνονται στο μυαλό
του ανθρώπου που ρωτάει σαν μεγάλα καρφιά που
περιμένουν να στηρίξουν κάτι Μεγάλο που θα
ερχόταν-και το Μεγάλο ποτέ δεν έρχεται και μόνο
μένει ο πόνος των καρφιών.
Αυτός είναι άνθρωπος-ο άνθρωπος που πονάει.
Και ο πόνος είναι που ξεχωρίζει τους ανθρώπους
από τα ζώα με σχήμα ζώου ή ανθρώπου.

Ο άνθρωπος δεν είναι δυνατό ν' αγωνιστεί γιατί
δε νοείται αγώνας χωρίς αιτία ή σκοπό. Και σκοπός
δεν μπορεί να υπάρξει αν λείπουν οι απαντήσεις στα
ερωτήματα: "Ποιος είμαι; από πού ήρθα; Πού πάω;
Ποιος είναι ο κριτής; Ποιο το έπαθλο;"
Ένας άνθρωπος που αγωνίζεται μοιάζει με το
πολυδιαφημισμένο μυρμήγκι που μαζεύει τρόφιμα στη φωλιά του "για το χειμώνα".
Ως εκεί.

Αλλά ο άνθρωπος γυρεύει την πρώτη αιτία.
Ένας μόνο λόγος δικαιολογεί τον αγώνα σ' έναν άνθρωπο: η πίστη σε κάτι.
Η πίστη αυτή δίνει αποκρίσεις στα ερωτήματα που όχι μόνο δικαιολογούν αλλά επιτάσσουν τον αγώνα,
Η τραγική ειρωνεία είναι που ο Καρυωτάκης πίστεψε σε θεό.
Ο θεός του ήταν η Γυναίκα.

Η Γυναίκα του έλειπε για να γεμίσει μ' αυτήν όχι τις ώρες του μα τη ζωή του ολόκληρη. Η Γυναίκα ήταν η αρχή και ο σκοπός της ζωής του. Ήταν ότι του έλειπε για να βρει τη Γαλήνη. Για να δικαιωθεί η ύπαρξή του. Για να δοθούν απαντήσεις σε όλα του τα ερωτήματα.

Όλοι οι καλλιτέχνες δημιουργούν εμπνεόμενοί από τον πόθο για το γυναικείο κορμί. Ο Καρυωτάκης δε δημιουργούσε μόνο για τη Γυναίκα, αλλά και ζούσε γι Αυτήν..
Ίσως γιατί ζωή και ποιητική δημιουργία ήταν
αδιάσπαστα ενωμένες σ' αυτόν.
Και όσο έζησε, έζησε με την ελπίδα πως κάτι θα γινόταν που να τον φέρει κοντά οτο θεό του-στη Γυναίκα.
Η ελπίδα όμως αυτή όλο και έσβηνε καθώς
περνούσαν τα χρόνια.. Η φλόγα της όλο κι εξασθένιζε. Ώσπου ο άνεμος της
Πρέβεζας την έσβησε με ένα φύσημά του.

Ο Καρυωτάκης αναζητούσε το Απόλυτο στο θεό-Γυναίκα.
Όμως η Γυναίκα με τη συμπεριφορά της κάνει μάταια κάθε τέτοιαν αναζήτηση-οι γυναίκες ερωτεύονται "καθώς να καθαρίζουνε κρεμμύδια".
To ασίγαστο πάθος, η ηδονική προσμονή, η λατρεία της γυναικείας σάρκας από τον Καρυωτάκη, στέρησαν από μας ενα μεγάλον ποιητή και από κείνον τη ζωή του.
Το δόσιμο όλου του εαυτού του στη Γυναίκα δε βρήκε ανταπόκριση στον Καρυωτάκη.

Πίστεψε σε ένα Θεό, μα δεν μπόρεσε να τον καθέξει.

Δε βρέθηκε η Γυναίκα που θα του αφοσιώνονταν ολόκληρη, "ψυχή τε και σώματι" ,αφοσίωση που με χρυσάφι θα ανταλλασσόταν από τον Καρυωτάκη. Ούτε ο Καρυωτάκης θα δεχόταν να φτιάξει μια ψεύτικη εικόνα, μια φανταστική Γυναίκα, που θα την έκανε βασίλισσα των ονείρων και της ύπαρξής του όπως έκαναν άλλοι, μεγάλοι κι αυτοί ποιητές. Ο Καρυωτάκης αρνείται να φτιάξει ένα ψεύτικο είδωλο και να πιστέψει σ' αυτό. Ο Καρυωτάκης με κανένα τρόπο δε θέλει να ξεγελάσει τον εαυτό του. Αισιόδοξοι είναι μονάχα οι μωροί. Ή έχεις κάτι ή δεν το 'χεις. Κι αν δεν το χεις μπορείς μόνο να κλάψεις για κείνο, ώσπου όλο το κλάμα να βγει από μέσα σου και να μη μένει τίποτε άλλο πια παρά η ίδια σου η ζωή να αποβάλεις.
Πιο κάτω ο Βογασάρης λεει: «θα μπορούσε να είχε συνδεθεί (ο Καρυωτάκης) με μια δυο οικογένειες. Με νέα παιδιά. Με δροσερά κορίτσια…όμως η κατάσταση του Καρυωτάκη είναι τώρα τέτοια που θέλει να βρει τη μόνωση».
Λάθος, Ο Καρυωτάκης ποτέ δεν ήθελε τη μόνωση.
Η μόνωση του επιβλήθηκε σαν η μόνη διέξοδος για να ζήσει με αξιοπρέπεια. Και η αξιοπρέπεια ήταν κάτι που ο Καρυωτάκης δε θα αντάλλαζε με έναν ψεύτικο θεό. Ο Καρυωτάκης πίστευε στη Γυναίκα-θεό. Μπορεί ένας αληθινός πιστός να παίζει με το θεό του; Όχι βέβαια. Και παιχνίδι δεν είναι όλα εκείνα τα καμώματα που στην κοινωνία μας προηγούνται από το σμίξιμο με τη Γυναίκα; Μπορούσε να «φλερτάρει» ο Καρυωτάκης (στη σκέψη μόνον αυτή δεν ανατριχιάζει κάθε άνθρωπος που ξέρει τον Καρυωτάκη;), να ερωτοτροπεί, να “κορτάρει”;
Ο Καρυωτάκης λάτρευε το θεό του και περίμενε την φανέρωσh του θεού με τη σειρά του σ’ αυτόν.
Και ο θεός δεν ήρθε.
Πως ο Καρυωτάκης δεν ήθελε τη μόνωση μας το λένε εξάλλου οι παρέες του στην Αθήνα, οι φάρσες που σκάρωνε. Για να σκαρώνει φάρσες κανείς πρέπει να έχει προηγούμενα αποφασίσει πως η ζωή είναι δική του ώστε να έχει την οικειότητα να κάνει τέτοια παιχνίδια μ’ αυτήν. Τη μοναξιά την αναζητούσε συχνά, σαν μια ξεκούραση από την κοινωνική κόπωση, περιστασιακά όπως κάθε άνθρωπος, μικρός ή μέγας. Μα ποιος ποιητής είναι που θέλει τη μόνωση; Τότε για ποιον θα 'γραφε; Κάθε ποίημα δεν είναι ένα μήνυμα-πρόσκληση για συντροφιά; Δεν είναι η αρχή μιας συζήτησης που ο ίδιος ο ποιητής ανοίγει; Δεν είναι το εργαλείο που μεταχειρίζεται νια να υποτάξει την ύλη, κάτι που μόνο αυτό θα του επέτρεπε να ζει απόλυτος κυρίαρχος του επίγειου παιχνιδιού;
Παιχνιδιού ναι, μα με τους όρους που ο ποιητής θέτει-και που έχει δικαίωμα να τους θέσει μιας και είναι εκείνος που αρχίζει το παιχνίδι.
Οι συνάνθρωποί του όμως, και οι γυναίκες μαζί, ή δεν πήραν τίποτε από αυτόν, ή θέλησαν να παίξουν μαζί του με τους δικούς τους όρους. Κάτι που δεν έστερξε ο Καρυωτάκης.
Η δικαίωση, η αναγνώριση του δικαιώματος αρχηγίας στο παιχνίδι, δεν ήρθε στον ποιητή παρά μόνον όταν ήταν πια αργά, όπως τα περιστέρια που αφήνει ο ναυαγός και όταν γυρίζουν δεν είναι πια καιρός…
Ο Καρυωτάκης δε θέλει τη μόνωση. Η μόνωση μάλιστα είναι εκείνη που του επέβαλαν και που τον σκότωσε.
Ο Καρυωτάκης γυρεύει με όλη τη δύναμη της ψυχής του τη μέθεξη, τη συντροφιά
Ποιος αμφιβάλλει ότι ο Καρυωτάκης δε θα
αυτοκτονούσε αν στην εξορία όπου βρέθηκε, είχε
την αγαπημένη Γυναίκα μαζί του;
Κοντά της θα φίλιωνε με όλους και με όλα. Χωρίς
αυτήν είναι ένας ξένος απάνου στη γη.

Πώς να συνομιλήσει με το θεό; Μόνο να προσευχηθεί σ' Αυτόν ταιριάζει. Μα όταν προσπάθησε κάποια φορά, μικρότερος, να πει σε κάποια γυναίκα για τον έρωτά του, εκείνη γέλασε μαζί του.
Φτάνει αυτό για έναν Καρυωτάκη να μην ξανα προσευχηθεί στο θεό του. Δεν μπορεί να αντέξει στη βεβαιότητα πως θα έπαιρνε πάλι μιαν ειρωνεία για απάντηση σε μια δεύτερη προσπάθειά του.
Και δεν το κάνει.
Δεν μπορούσε ν' αντέξει πως σαν αντάλλαγμα για
την προσφορά όλης του της ύπαρξης θα έπαιρνε την καταφρόνια.
To μόνο που είχε να κάνει πια ήταν να περιμένει ο
θεός να πάει σε κείνον.

Μα η Γυναίκα δε μετράει έτσι τους πιστούς Της. Δε
Θέλει Υπάρξεις, Κόσμους, Ψυχές, Ιερά, Συνειδήσεις,.
Εκείνο που διψάει είναι χρήμα, διασκέδαση, θόρυβος, λούσα. Τέτοια φτηνά δεν μπορούσε να τα διαθέτει ένας Καρυωτάκης.
Δεν έχει ζωγραφίσει με πιο καυτά λόγια τίποτε άλλο ο Καρυωτάκης όσο τη ρηχότητα της γυναίκας. Μια φουρκέτα είναι αρκετή για να βυθομετρήσει κανείς το άδειο τους κεφάλι. Ακόμα οι γυναίκες είναι ανυποψίαστα μηδενικά πλάσματα (αν και γι αυτό ακριβώς προνομιούχα).
Τι άλλο θα μας έδινε τη ματιά με την οποία έβλεπε
τη Γυναίκα ο Καρυωτάκης;
Και ποιος λόγος θα μπορούσε να περιγράψει καλλίερα τη Γυναίκα;
Κι έτσι έπαψε η συνομιλία του Καρυωτάκη με τη.
Γυναίκα, του πιστού με το θεό του. Και πώς μπορεί να ζήσει κανείς όταν ο θεός του δεν υπάρχει, ή υπάρχει αλλά όλα συντελούν στο να μη τον γνωρίσει;
Όχι λοιπόν, ο Καρυωτάκης δε γνώρισε "δροσερά
κορίτσια".
Δεν διέθετε ούτε την ικανότητα ούτε τη θέληση για παρόμοιες γνωριμίες.
Και όχι, ο Καρυωτάκης δεν ήθελε τη μόνωση.
Με όλο ΤΟ είναι του ποθούσε τη συντροφιά, τη συν-ουσία με τη Γυναίκα.

Όταν κανείς γεννιέται κουβαλάει μέσα του το δικό του θεό. Δεν διαλέγει κανείς το θεό του. Έτσι και ο Καρυωτάκης δε διάλεξε τη Γυναίκα. Γεννήθηκε φέρνοντας μέσα του τη λατρεία για τη Γυναίκα, ένα θεό που σκοτώνει τους πιστούς του.-

Γιώργης Χολιαστός