

KYΡΙΑΚΗ 30 ΜΑΡΤΙΟΥ - 90η ΜΕΡΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ .
Ιωάννου της κλίμακος , Ευβούλης , Γ' Νηστειών - Σαυροπροσκυνήσεως .
ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ....
1822 : Ο Τούρκος Ναύαρχος Καρά Αλής φτάνει στις βόρειες ακτές της Χίου με ισχυρότατο στόλο από 34 πλοία. Μπροστά στο μεγάλο αυτόν κίνδυνο, το Υπουργείο Ναυτικών καλεί σε συναγερμό τα ναυτικά νησιά για κοινή αντιμετώπιση του εχθρού.
1827 : Εκλογή του Ιωαν. Καποδίστρια ως κυβερνήτη τη Ελλάδας, από την Γ' Εθνοσυνέλευση Τροιζήνας.
Καλημέρα αδέρφια Λιδορικιώτες , καλημέρα Ελλάδα , Κύπρο , Βέλγιο , Ολλανδία , Καναδά , Η.Π.Α .
Μιά καλημέρα ακόμα σε : Αθήνα , Καρδίτσα , Κορωπί , Καρπενήσι , Σπάρτη , Θεσσαλονίκη , Λάρισα , Πάτρα , Ξάνθη , Σέρρες , Ηράκλειο , Άμφισσα , Αίγιο , Ιωάννινα , Βόλο , Κέρκυρα , Άμφισσα , Πικέρμι , Ν. Σμύρνη , Λευκωσία , Λεμεσσό , Hoeilaart , Leidshendam , Outremont , Rhode Island , αλημέρα σε όλους τους ξενητεμένους Έλληνες , όπου κι' αν ζουν όπου κι' αν βρίσκονται , να είναι πάντα καλά και να περάσουν μιά όμορφη Κυριακή .
Οι Κυριακές , αδέρφια , αυτή την εποχή στο χωριό μας , έχουν ξεχωριστή ομορφιά , ο τόπος όλος γύρω μοσχοβολάει , η γη πρασινίζει κι' ο πρωινός καφές στον πλάτανο της Βαθειάς ..κάτι ξεχωριστό , αν βοηθάει δε κι' ο καιρός , τότε δε θες τίποτ' άλλο , είσαι..βασιλιάς...κι' αν τύχει και καμιά καλή..παλιοπαρέα και θυμηθείς τα παλιά , η μέρα σου κυλάει ονειρεμένα . Λείπει βέβαια , η ..ευωδιά απ' το κοκορέτσι και το σπληνάντερο , που σιγοψήνεται στη σούβλα , στις ψησταριές του μπάρμπα Πέτρου του Κοράκη , του μπάρμπα Βελούλα , εκεί στο Σφετσέικο φουρνάκι , και στην Κουτσουμπέικη αυλή ..
Τέτοια ώρα , είχε προχωρήσει η...κρασοσυνεδρίαση , ο Μαλάμος , ο Καπποθύμιος , ο Σκράπας , κι' όλη η γνωστή παλιοπαρέα , έδινε ..ρέστα , κι' ο μπάρμπα Μήτσος ο Τσιάντας , παράμερα , με το καλάμι έπαιζε τον..Αι΄Λιά τ'ς Μπέινας , προς τέρψιν ..περαστικών και θαμώνων...και στη Βαθειά , ο μακαρίτης ο Παναγιώτης ο Δημητρακόπουλος , έδινε κι' αυτός το δικό του ..εθνικοπατριωτικό ..ρεσιτάλ , κι' αργότερα ο σχωρεμένος ο Ασημάκης ...με τα περίεργα τσαλίμια του , πως να τα ξεχάσεις όλα αυτά...
Θυμάμαι μιά Κυριακή πρωί , πάνε κάποια χρόνια , ζούσε ακόμα ο σχωρεμένος ο Ασημάκης , είχε έρθει ένα πούλμαν με Αθηναίους από κάποιο ΚΑΠΗ των Δυτικών προαστείων , κάτσανε στον πλάτανο , κι' άρχισαν το χαβαλέ , φασαρία , κακό , με κείνο το ..ύφος των..Πρωτευουσιάνων , που επισκέφτηκαν τους..άγριους γιά να τους..εκπολιτίσουν...μας χάλασαν την ησυχία μας , με τις φωνές και το τζερτζελέ τους , μας την έσπασαν , που λένε κι' οι..νεώτεροι , ώσπου , ω του θαύματος , κάνει την εμφάνισή του , ο απο μηχανής..Θεός , ο Ασημάκης , με τη γνώριμή στρατιωτική του χλαίνη , και το μπουκαλάκι με το πιοτό του , το ένα μανίκι φορεμένο και τ' άλλο , όπως θυμάστε , δεμένο κάτω-κάτω , και γεμάτο με κάθε είδους...τροφίματα , το..φορητό του ψυγείο , μέσα είχε , πάντα , απ' όλα τα..καλούδια , ψωμί , τυρί , κάνα ..κοψίδι , μόλις τον είδαμε ανασάναμε , όλο και κάτι ωραίο θα σκάρωνε , ν' αλλάξει λίγο την ατμόσφαιρα , που παράχε γίνει...
Έκανε μιά αναγνωριστική...γύρα στην πλατεία , μιά περατζάδα , χαιρέτισε τους γνωστούς του , τράβηξε και κάνα δυό ρουφηξιές απ' το μπουκάλι , και σινάμενος κουνάμενος , βγήκε στο δρόμο , διέσχισε τη μισή διαδρομή προς το καφενείο του Κλώσσα , κι' εκεί καταμεσίς του δρόμου , αφήνει κάτω τη μπουκάλα , πίνοντας και μιά γουλιά , και τραβάει απ' το μανίκι της χλαίνης , ψάχνοντας , ένα ωμό κεφαλάκι , το κοιτάει καλά-καλά , το βάζει κάτω στην άσφαλτο , κι' αρχίζει να το πατάει με τις αρβύλες του , σπάζοντάς το , κι' ενώ το ..φιλοθεάμον κοινόν τον κοίταζε , περιμένοντας να δει τι θα κάνει , κι' αφού το...λιάνισε , το παίρνει , αργά-αργά άρχισε να το..τρώει , του καλού καιρού , πίνοντας και το πιοτό του , και κάνοντας και τις γνωστές του χειρονομίες ...
Το τι επακολούθησε , φυσικά , δεν περιγράφεται , γιά μας το θέαμα ήταν γνωστό , γιά τους..εκπολιτιστές μας ..όχι , πάγωσαν όλοι , η αντίδρασή τους ; άρον..άρον σηκώθηκαν , τα μάζεψαν..κι' όπου φύγει..φύγει , ακόμα φεύγουν....τόκανε το θαύμα του ο σχωρεμένος ο Ασημάκης , κι' εμείς απολαύσαμε το..υπόλοιπο του καφέ μας , όχι που θα μας χάλαγαν το πρωινό μας οι ...πρωτευουσιάνοι....
Καλή Κυριακή , αδέρφια , καλό μεσημέρι και..καλή σας όρεξη.. ( αμφίβολον..βέβαια μετά τα..λέχθέντα ) νάστε όλοι καλά .
Απ' το Λιδορίκι με πολλή..αγάπη..........Κ.-
Μπήκε το ζευγάρι στο αυτοκίνητο , αφού , γιά μισή ώρα σχεδόν , φιλούσε κι αποχαιρετούσε όλους τους χωριανούς , ένα - ένα . Κανένας δεν είχε μείνει ασυγκίνητος . Όλοι έκλαιγαν .
Ο κόσμος που τους συνόδευε , πήρε το δρόμο του γυρισμού , αμίλητος και συγκλονισμένος . Που και που κανένα πνιχτό γυναικείο αναφιλητό μονάχα . Ο καθένας τέτοιες στιγμές σωπαίνει κι εύχεται μέσα του να μη βρεθεί σε παρόμοια θέση :
Να φεύγει δηλαδή απ' τον τόπο του και να ζει στα ξένα , πλένοντας πιάτα , στρώνοντας γραμμές τραίνων η πουλώντας φιστίκια και μπανάνες με το καροτσάκι . Και νάρχεται ο Αιρίστας ( Ιρλανδός ) αστυφύλακας , με τον αγγλοσαξονικό υπεροπτισμό του , να σε βλέπει σα μύγα και να σου αναποδογυρίζει το καροτσάκι με την πραμάτεια σου . Κι εσύ , ανήμπορος , μη ξέροντας ούτε τη γλώσσα , να μη μπορείς να κάνεις τίποτα . Και να κάνεις οικονομίες αιματηρές , γιά να στέλνεις τα τσέκια στους γονείς σου , να βγάλουν τα χρέη τους . Κι οι εδώ έμποροι , που κρατούσαν και την αλληλογραφία , να κρατάνε και τα δολλάριά σου γιά δυό τρεις μήνες ( άτοκα κεφάλαια ) και τη μιά οκά ζάχαρη των δικών σου να τη γράφουν στα βερεσέδια τους διπλή ..τριπλή και..." τράβα κορδέλα ".
Δυστυχώς , δεν υπάρχει σπίτι Λιδωρικιώτικο που να μην πλήρωσε τον " κεφαλικό " αυτό φόρο της μετανάστευσης . ΟΥΤΕ ΕΝΑ ! Και πολλοί συγχωριανοί μας έμειναν γιά πάντα εκεί πέρα κι άφησαν τα κόκκαλά τους στην ξένη γη . Πολλοί μάλιστα πήγαν άκλαυτοι , χωρίς καντήλι και λιβάνι .
Τέσσερα παιδιά του παππούλη μου , του γέρο - Κοκκαλάκη , έφυγαν γιά την Αμερική . Ο μόνος που γύρισε , ήταν ο πατέρας μου , γιά να υπερασπίσει την πατρίδα και να διώξει τον Τούρκο ..πέρα στην " Κόκκινη Μηλιά " , όπως τους έλεγε ο βάρδος Ματσούκας . Τ' άλλα τα τρία έμειναν εκεί . Έμειναν και δε γύρισαν ποτέ . άφησαν εκεί τα κόκκαλά τους....
Έτσι καταγράφηκαν , φίλοι μου , στην παιδική ψυχούλα του αλησμόνητου Αλέκου οι πικρές στιγμες του αποχωρισμού , φαρμακωμένοι... αυτοί που έφευγαν , φαρμακωμένοι κι' αυτοί που ..έμεναν....κι' όλοι θ' αναρωτιούνταν , άραγε , θα ξανανταμώσουν ποτέ ;
Πολλές φορές έχουμε μιλήσει γιά τον αξέχαστο μπάρμπα Κώστα Μαργέλλο , το Σαψαρή , όπως όλοι τον ήξεραν και τον έλεγαν , ήταν ο..πρωτομάστορας της πλάκας , εκεί στη..ζευζεκοπαρέα της Βαθειάς , όπου δοαδραματίζονταν , καθημερινά , πλάκες ..απείρου κάλλους , που ακόμα και σήμερα τις διηγούνται οι Λιδορικιώτες , και λύνονται στα γέλια .
Καλοσυνάτος λοιπόν ό μπάρμπα Κώστας , γλεντζές , καλαμπουρτζής , άνθρωπος της πιάτσας και της παρέας , του καλού μεζέ και του ποτηριού , με λίγα λόγια ψυχούλα , έλα όμως που κάποιες ..περίεργες , διαολεμένες συμπτώσεις , έκαναν του χωριανούς να λένε όλοι : " Ο Θεός να σε φυλάξει απ' την κατάρα του Σαψαρή " κι' όχι μόνο πίστευαν πως πιάνουν οι κατάρες του , αλλά πίστευαν πως στρέχουν..αμέσως , γρήγορα , γιατί όμως επικράτησε αυτή η άποψη ; Ας δούμε τι μας λέει ο μπάρμπα Σπύρος ο Σφέτσος , ο Καλλέρης , Θεός σχωρέστον , που άφησε καταγραμμένο , ένα πραγματικό θησαυρό ιστοριών της παλιάς , προπολεμικής , Λιδορικιώτικης ζωής , στις περισσότερες των οποίων πρωταγωνιστούσε , φυσικά ο Σαψαρής , απολαύστε :
Ο μακαρίτης ο Γ. Δούκας , ο Κατσικάδερος , όπως τον παραγκώμιαζαν , ήταν πολυφαμελίτης , καλός οικογενειάρχης , μπόλικα πρόβατα , και πολλά παιδιά , και δούλευε σκληρά γιά να τα μεγαλώσει . Μιά μέρα λοιπόν , βόσκαγε τα πρόβατά του στο Παραδείσι , σε κάτι αμπέλια , που , κατά σύμπτωση ΄ήταν του Σαψαρή , την ώρα εκείνη πέρναγε , προς Αθήνα , ένα αυτοκίνητο και μέσα ήταν ο Σαψαρής , σταμάτησε , λοιπόν το αυτοκίνητο και κατέβηκε ο μπάρμπα Κώστας , και με ύφος...αυστηρό κατακεραύνωσε τον Κατσικάδερο : " Ώστε έτσι , ε , βοσκάς τζάμπα τα χωράφια και τ' αμπέλια μας , κι' ύστερα .να 50 δρχ. το κρέας , 60 δρχ. το τυρί , 70 δρχ . το μαλλί και μείς τα κορόιδα πληρώνουμε , σα..βλάκες , και συ...τζάμπα τη βοσκή...". Ο Δούκας ο καυμένος , πικράθηκε , θύμωσε και του λέει : " Άει στο καλό ορέ , φύγε , άσε με ήσυχο " .
Τότε ήρθε η στιγμή του ρεσιτάλ...ηθποιίας του Σαψαρή , πραγματικά , σκηνή..αρχαίας τραγωδίας : Σήκωσε τα χέρια , ο Σαψαρής , προς τον ουρανό και με το κατάλληλο..ύφος έπαιξε υπέροχα το ρόλο του , λέγοντας : " Θεέ μου , αν είσαι δίκαιος ..κρούνες να γίνουν ούλαααα ..." μόνο το..οιμέ , έλειπε απ'την τραγική αυτή στιγμή , ο Σαψαρής ήταν ..τραγικά..υπέροχος . Ο καυμένος ο Δούκας , έξαλλος , όρμησε να τον χτυπήσει με τη γκλίτσα , ενώ όρμηξε και το σκυλί του πάνω στον Σαψαρή ,
ο οποίος , προφανώς γελώντας από μέσα του , έτρεξε και μπήκε στο αυτοκίνητο και έφυγαν , γρήγορα - γρήγορα .
Σκασμένος ο Κατσικάδερος , απ' την κασκαρίκα του Σαψαρή , παρέα με το πιστό του φίλο , το σκύλο του , πήγε παρά πέρα στο σπίτι του αδερφού του , του Αριστείδη , κι έκατσε να πιεί ένα καφέ , να καλμάρει λίγο γιατί είχε φουντώσει . Δεν πρόφτασε να πιεί όμως τον καφέ , γιατί ακούστηκαν φωνές παιδιών που φώναζαν δυνατά , " τρέξε μπάρμπα Γιώργη , πάνε τ' αρνιάαα..." Τι είχε γίνει ; Έλειπε ο τσοπάνης , έλειπε κι' ο σκύλος κι' ένας γυπαετός βρήκε την ευκαιρία κι άρπαξε ένα αρνί , το σήκωσε στον αέρα κι'έφυγε . Ο Δούκας , έπεσε ξερός , αλάφιασε , κι' αμέσως το μυαλό του πήγε στην κατάρα του Σαψαρή...κατάρα ..ταχείας...ενεργείας...άμεσης..δράσης , που λένε..
Το περιστατικό , όπως καταλαβαίνετε , έγινε γνωστό στο χωριό , και πως να μη γινόταν , αφού ο Δούκας , τόχε δέσει..κόμπο , πως η κατάρα του Σαψαρή ..έπιασε , και μάλιστα αμέσως..αλλά πριν καταλαγιάσει ο..θόρυβος , νάσου κι' άλλο περιστατικό , δίπλωσε το κακό , κι' άντε να το βγάλεις απ' το μυαλό του κόσμου πως φταίνε οι κατάρες του Σαψαρή , διαβάστε και τη συνέχεια ...
Πέρα στον Τραγουδάκη , κοντά στη Σκαλούλα , κάποιος Δελής , είχε ένα ωραίο αμπέλι που έκανε πολύ καλά σταφύλια αλλά ήταν πολύ όψιμο . Όταν τ' άλλα τα σταφύλια ξέβγαιναν , αυτά τότε γίνονταν , με αποτέλεσμα ο Δελής να τό 'χει μονοπώλειο και να τα ..μοσχοπουλάει στο Λιδορίκι . Μιά μέρα είχε έρθει ο Δελής με σταφύλια , στη Βαθειά , εκεί ήταν το...παζάρι , πλησιάζει ο Σαψαρής , τα καλοκοιτάει , παίρνει ένα μεγάλο τσαμπί , δοκιμάζει , κι' αφού έμεινε ..ικανοποιημένος απ' τη δοκιμή , ρωτάει το Δελή πόσο τα πουλάει , αυτός του απάντησε εφτά δραχμές την οκά .
Και γιατί ορέ , τάχεις τόσο ακριβά τα σταφύλια ; φωνάζει ο Σαψαρής , απ' τ' αμπέλι σου δεν τα 'χεις ; Ναι , του απαντάει ο Δελής , απ' τ' αμπέλι μου τα 'χω αλλά υπάρχουν τώρα άλλα σταφύλια ;δεν υπάρχουν...
Ο Σαψαρής , οργισμένος , θυμωμένος , δήθεν , άπλωσε τα χέρια του προς τον ουρανό , κοίταξε το ..Θεό και με τον..τρόπο που καλά ήξερε , είπε : " θεέ μου αν είσαι..δίκαιος , κούρβουλο να μη μείνει..." κι έφυγε . Ο Δελής , θυμωμένος , οργισμένος , φώναζε και έβριζε , ενώ ο Σαψαρής ατάραχος , ήρεμε-ήρεμα τράβηξε γιά το μαγαζί του περπατώντας αδιάφορα...
Έλα όμως που μετά από λίγο έπιασε ...χαλάζι , κατακλυσμός , πάει τ' αμπέλι του Δελή , πάνε και τα σταφύλια , καταστράφηκαν όλα , έφταιγε η δεν έφταιγε ο...Σαψαρής ; κι' από τότε όλοι λέγανε " Ο Θεός να σε φυλάξει απ' την κατάρα του Σαψαρή........
Απ' το Λιδορίκι με αγάπη.........Κ-
Ξένοι , ολόξενοι , στην απεραντοσύνη της μοναξιάς τους , χωρίς γνώση της γλώσσας , σ'ένα εχθρικό περιβάλλον , πάλαιψαν , χτυπήθηκαν , ισοπεδώθηκαν , μα τα κατάφεραν , νίκησαν , στάθηκαν στα πόδια τους και πολλές φορές μεγαλούργησαν . Τη νίκη τους αυτή όμως , την πλήρωσαν ακριβά , πολλοί χάθηκαν αγνοημένοι , περιφρονημένοι , σακατεμένοι , αβοήθητοι , με το παράπονο της τύχης και τη λαχτάρα της επιστροφής .
Πολλοί χωριανοί μας , έφυγαν απ' την πατρίδα , με το κρυφό όνειρο της καλύτερης ζωής , με τη λαχτάρα να δουλέψουν σκληρά και να βοηθήσουν τις οικογένειές τους , να παντρέψουν αδερφές , να σπουδάσουν αδέρφια , να κάνουν καλύτερη τη , μαύρη , ζωή των γονιών τους που πέθαιναν καθημερνά παλεύοντας με νύχια και με δόντια , στις ξελάστρες , να θρέψουν τη φαμελιά τους , κάποιοι τα κατάφεραν , άλλοι περισσότερο κι άλλοι λιγότερο , άλλοι πάλι κατάφεραν μόνο να ψευτοζήσουν , κι' από ντροπή δεν γύρισαν ποτέ στον τόπο τους και θάφτηκαν στην ξένη γη , αν΄νωνυμοι , ξεχασμένοι , μαζί με τ' όνειρό τους , κι ήταν πολλοί....
Τύχη η ατυχία , δεν ξέρω , με 'φερε να δω σκηνές αποχωρισμών , εκεί στ' Αλωνάκι , τη δεκαετία του 50 , μικρό παιδί ακόμα κι ένοιωσα σαν σε σκηνή αρχαίας τραγωδίας , μιά μάνα χαρακωμένη απ' τον πόνο , στερεμένα τα δάκρυα , σφιγμένα τα χείλια , γιά να μη βγεί η κραυγή που 'πνιγε τα σωθικά της , Λιδορικιώτισσα μάνα , Ελληνίδα μάνα , μάνα..του κόσμου που της παίρναν το παιδί , τό' χανε , τόξερε και τόβλεπε , μα τι μπορούσε κα κάνει ; ανάθεμα στη..φτώχεια , την ανέχεια...βουβά ακόμα πρόσωπα της τραγωδίας αυτής , ο πατέρας , τραγική φιγούρα κι' αυτός , μικρά αδέρφια , συγγενείς , φίλοι , γειτόνοι , χωριανοί , όλοι σφιγμένοι , τσιτωμένοι , πονεμένοι....
Αξίζει , εδώ , να δούμε πως θυμάται την όλη διαδικασία του ξενητεμού , στο προπολεμικό Λιδορίκι , ο αγαπημένος κι' αξέχαστος , φίλος Αλέκος Κωστάκης , ο Καφτανιαλέκος , όπως τά 'γραφε στο " ΛΙΔΩΡΙΚΙ " το Μάιο του 1984 , αρ.φυλ. 30 :
" Ήταν στα 1929 , φθινόπωρο . Είχα κλεισει τα 4 και πήγαινα στα πέντε , ο Θεός μπορεί να μ' αδίκησε στο θέμα της υγείας μου , αλλά στη μνήμη στάθηκε πολύ γενναιόδωρος απέναντί μου και Τον ευχαριστώ γι' αυτό . Θυμάμαι , λοιπόν , σα νά' ταν χθες , τη μουντή και θλιμένη εκείνη φθινοπωριάτικη εσπέρα , που έφευγαν γιά την Αμερική η θειά μου Καλλιόπη με τον αξέχαστο θείο μου Αλέκο Ταμβάκη , πριν από 55 ολόκληρα χρόνια δηλαδή .
Νέοι , ωραίοι , αγαπημένο αντρόγυνο , γλυκύτατοι κι οι δυό τους άνθρωποι , αναγκάζονταν απ' τη φτώχεια , όπως έκαναν και τόσοι άλλοι , άλλωστε , πριν απ' αυτούς , να πάρουν το δρόμο της ξενητειάς .
Από νωρίς , είχαν μαζευτεί στο Λαλαγιαννέικο όλες οι φιλενάδες της θειάς μου και της συμπαραστέκονταν . Η Θυμία η Παπαβασίλη , η Ελένη του Καντζιού , η ΣνικοΑργυρή , η Ντίνα του Κοτλιά και άλλες που δεν τις θυμάμαι . Η ατμόσφαιρα ήταν βαριά και μάταια η ξαδέρφη της Μπαζομαρία έλεγε διάφορα αστεία και παιδευόταν να σπάσει τον πάγο και τη καταθλιπτική ατμόσφαιρα . Τ' απογευματάκι ήρθε να τους αποχαιρετίσει και να τους κατευοδώσει όλο σχεδόν το χωριό , σαν πέρασε κάμποση ώρα , ο κόσμος σηκώθηκε , σχημάτισε πομπή , μ' επικεφαλής το νιόπαντρο ζευγάρι , και πήρε το δρόμο προς τον " Αντώνη " , τραγουδώντας τραγούδια της ξενητιάς όπως το " Αφήνω γειά στις έμορφες " , " Μιά Παρασκευή κι ένα Σαββάτο βράδυ " κι' ακόμα το " Μάνα μου , τα λουλούδια μου συχνά να τα ποτίζεις ", που το 'λεγε η θειά μου η ίδια , βουρκωμένη , με ραγισμένη τη φωνή...
Αργά , τελετουργικά , θα 'λεγα , η συνοδεία έπαιρνε " συννεφιασμένη " το δρόμο προς τον Αντώνη , απαλύνοντας τον πόνο και την απόγνωση με το τραγούδι , ένα τραγούδι χωρισμού , ένα μοιρολόι , " ξόδι " ζωντανό , ξέσπασμα , κατάρα κι ανάθεμα στην ξενητιά και την ανάγκη , που ξερίζωνε δυό πανέμορφα νέα παιδιά απ' τον τόπο τους και τα 'στελνε " πεσκέσι " στις χιονισμένες ερημιές του Καναδά να κάνουν - δίπλα στου τραίνου τις γραμμές - παρέα στις αρκούδες και τα κογιότ .
Ο κόσμος , λες και μάντευε την τύχη αυτών που ξεριζώνονταν , προσπαθούσε να ..καθυστερήσει το χωρισμό , μα ο ήλιος είχε πιά χαθείπίσω απ' την Πλέσιβα κι ο Ζησιμόγιαννος μ' αναμμένη τη μηχανή της " Μάρμον " του , βιαζόταν γιά να προλάβουν το βαπόρι στην Ερατεινή . Το αυτοκίνητο περίμενε εκεί όπου σήμερα είναι η αποθηκούλα με τις βενζίνες του Ρέλλου , πάνω ακριβώς απ' τη στροφή του Αντώνη .
Σ υ ν ε χ ί ζ ε τ α ι....