Τι κι΄αν τις ομορφιές του κόσμου, όλες, γνώρισες,
κι΄αν έζησες στα πιο 'μορφα,τα πιό ψηλά,παλάτια,
τίποτα δεν αξίζουν, όλα,μπρός στο καλωσόρισες
που θα σου πούν ψιθυριστά,δυό δακρισμένα μάτια.
Τι κι΄αν στης μοναξιάς τ απέραντα τα πέλαγα ταξίδεψες,
και στων ονείρων σου ναυάγησες,τ απάνεμα ακρογιάλια,
στου πατρικού σου την αυλή,σε μια γωνίτσα,γύρεψες,
τα παιδικά σου όνειρα να θάψεις,σαν πολύτιμα κοράλια.
Tη γερασμένη,του σπιτιού σου, καρυδιά ,στον κόρφο
σαν άγιο φυλαχτό,στα μακρινά σου τα ταξείδια,κράτησες
μαζί με τη μορφή του κοριτσιού,που ξύπνησε τον πόθο,
σαν ήσουνα αμούστακο παιδί και πρωταγάπησες.
Μέσα απ’τα πράσινα,ξεθωριασμένα,του σπιτιού παράθυρα,
ώρες ατέλειωτες ,κοιτώντας τη βροχή,ταξείδευες..ταξείδευες
σε χώρες μακρινές,εξωτικές,φέρνοντας πάντα λάφυρα,
τις ομορφιές του ονείρου ,της ζωής,που πάντα γύρευες.
Πάντα επιστρέφεις,στη γωνιά τη φτωχική,τη λατρεμένη,
να ονειρευτείς,παιδί,ξανά κατω απ’τη γέρικη μουριά,
μ’αλλοίμονο..απ’ όσα ήξερες παλιά , τίποτα πια , δεν απομένει,
μόνο στα βάθη του μυαλού , η απέραντη της μάνας η αγκαλιά.- Κ.
Αθήνα 12 03 06.
No comments:
Post a Comment