Κι του...σιρν'κό...τζιτζίρ.....
ΤΑ ΣΙΡΝ'ΚΑ ΤΖΙΤΖΙΡΙΑ Τ' ΜΠΑΡΜΠΑ ΜΑΛΑΜ'....
Άνθρωπος της αγοράς ο μπάρμπα Μαλάμος , Καραμήτσος Γεώργιος κατά κόσμον , Σαλωνίτης , γέννημα – θρέμμα , ήρθε πρίν από χρόνια στο Λιδωρίκι γαμπρός , παντρεύτηκε τη Θυμιούλα , τη χήρα του Κώστα του Γατάκη , με δυό παιδιά , τον Χρήστο και την Ελένη και ασχολιόνταν με όλες τις δουλειές για να τα φέρει βόλτα , δύσκολα χρόνια βλέπεις .
Ιδρυτικό μέλος του σωματείου φορτοεκφορτωτών , στέλεχος δηλαδή , επίσημος τελάλης του χωριού ( είχε διαδεχθεί τον μπάρμπα Ζήσιμο τον Καραγιώργο ) και άνθρωπος για...όλες τις δουλειές , πως λέμε , το μεροκάματο να βγαίνει .
Κλασσική φιγούρα ανθρώπου της πιάτσας ο μπάρμπα Γιώργος , με το παχύ μουστάκι του , που κάλυπτε όλο , σχεδόν , το στόμα του , ην τραγιάσκα του ( πάντα λίγο στραβά φορεμένη) και το απαραίτητο συμπλήρωμα της εμφάνισής του : το ζωνάρι, του...ζ'ναρ , όπως έλεγε .
Εγώ , μικρό παιδί τότε , αναρωτιόμουνα ποιός τάχα ήταν ο ρόλος του ζωναριού αφού οι Λιδορικιώτες δεν το φορούσαν , πίστευα οτι τόχε μόνο για φιγούρα , για μαγκιά , κι΄ένα βράδυ που είχαμε πάει στο σπίτι του (η γυναίκα του η Θυμιούλα-Ευθυμία ήταν Καρλοπούλα πρώτη ξαδέλφη της μάνας μου) τον ρώτησα σχετικά , κι΄ο μπάρμπα Γιώργος με γνήσια Σαλωνίτικη προφορά μου απάντησε : ου ζ'νάρ αν'ψιέ, δεν εινι μαναχά για φιγούρα , είνι για να κρατάει τ΄μέση γιρά , κι΄έτσι λοιπόν έλυσα την απορία μου .
Καλοίσκιοτος άνθρωπος ο μπάρμπα Μαλάμος , με χιούμορ , κυκλοφορούσε διαρκως μέσα στο χωριό , τη Βαθειά , στΆλωνάκι , παντού , κι΄όταν τέλειωνε η δουλειά όλη παλιοπαρέα , σωματείο κλπ , ιάνανε στασίδι στην ταβέρνα τ΄Κουτσούμπα πίναν κάνα κατοσταράκι και μηχανεύονταν ότι σκανταλιές μπορεί να βάλει ο νούς , βάζαν τα σκυλιά σ΄αγγάρια όπως λέμε.
Ένα πρωί λοιπόν , έσκασε η μπόμπα ,το συνταρακτικό νέο έκανε αμέσως το γύρω του χωριού : Ο Μαλάμος αγοράζει τα σερνικά τζιτζίρια . Όλοι άρχισαν ν΄αναρωτιούνται τι τάχατες θα τα κάνει και άκουγες τις πιό απίθανες εκδοχές ,τίποτα όμως συγκεκριμένο , επίσημο .
Κυκλοφορούσε βέβαια , μια φήμη , βάσιμη , ότι τα τζιτζίρια τάθελε η θειά Θυμιούλα για γιατροσόφια και μαντζούνια , μιας κι'ασχολιόταν μ'αυτά , τίποτα όμως σίγουρο .
Οι πιτσιρικάδες ξετρελλάθηκαν , κατακαλόκαιρο ήταν , ζέστη αφόρητη κι΄από τζιτζίρια... άλλο τίποτα , γεμάτος ο τόπος , απ΄την άλλη βέβαια μεριά ο Μαλάμος έκανε εξαιρετική διαφημιστική καμπάνια , αφού ο ίδιος ήταν το Μ Μ Ε του χωριού .
Άρχισαν λοιπόν οι πιτσιρικάδες όλοι το σαφάρι των τζιτζιριών , σκαρφάλωναν κατάκορφα στις τσαγαλιές και γέμιζαν κάτι σταχτόχρωμες χαρτοσακκούλες , που χρησιμοποιούσαν τότε τα μπακάλικα , δεν είχε εφευρεθεί ακόμα το πλαστικό , και μετά θριαμβευτικά , κρατώντας προσεκτικά τη σακκούλα με την πραμάτεια , πήγαιναν σφαίρα για τον μπάρμπα Μαλάμο.
Η πράδοση και παραλαβή της πραμάτειας θα γινόταν , σύμφωνα με τη σχετική ανακοίνωση , στηνταβέρνα του Κουτσούμπα , η στο μαγαζί του Χρήστου του Γατάκη , του γιού δηλαδή της Μαλάμαινας , απ΄τον πρώτο της γάμο .
Άρχισαν λοιπόν οι πρώτες παραδόσεις των εμπορευμάτων , τα παιδιά κατακόκκινα , και καταιδρωμένα απ΄τον ήλιο και τη ζέστη , χημάτιζαν ουρές , σπρώχνονταν , και φυσικά καυγάδιζαν , για το ποιός έχει σειρα , ενώ ο μπάρμπα Μαλάμος , ήρεμος με την τραγιάσκα του λίγο ανασηκωμένη , και έχοντας ένα μαντήλι γύρω στο λαιμό του , για τον ιδρώτα , πήρε αργά-αργά την πρώτη χαρτοσακκούλα , καί μέσα σε πανδαιμόνιο απ΄τις φωνές των τζιτζιριών , την άνοιξε προσεκτικά , έπιασε ένα τζιτζίρι . το έφερε κοντά στα μάτια του το κοίτεξε καλά-καλά κι΄απο τις δυό πλευρές , και κουνώντας με κάποια απογοήτευση το κεφάλι άφησε ελεύθερο το έντομο λέγοντας : θηλκό ....
Το ιδιο σκηνικό , επανελήφθη και στο δεύτερο και στο τρίτο και στα επόμενα , ο Μαλάμος , αφού τα έψαχνε και διαπίστωνε το φύλλο τους , φώναζε θηλκόοοοο , και τα αμόλαγε , γκρινιάζοντας τα παιδιά και μουρμουρίζοντας : Καλά ούλα τα θηλκά μαζέψηταν ; Δε σας είπα , μαναχά τα σηρνκά παίρνου!!! Σε κάθε σακκούλα βέβαια , όταν έφτανε στο τέλος , έβγαζε και ένα δυό σερνικά φωνάζονταςθριαμβευτικά σιρνκόόόόόόό...και φυσικά πλήρωνε μιά δυό δεκάρες στο κάθε παιδι , για να υπάρχει κίνητρο να ξαναπάνε .
Κι΄έτσι κι΄έγινε για μιά δυό μέρες , τα πατσιρίκια σκοτώνονταν να μαζέψουν τζιτζιρια , τα πήγαιναν , επαναλαμβανόταν η ίδια διαδικασία , και φτού κι΄’απ την αρχή , ώσπου οι μικροί κατάλαβαν τη μηχανή του μπαρμπα Γιώργου , κι΄έτσι σταμάτησε άδοξα το τζιτζιροκυνηγητό , προς μεγάλη απογοήτευση των πιτσιρικάδων , που είχαν αρχίσει να κάνουν όνειρα για το τι θα άγόραζαν με τα λεφτά που θα έβγαζαν απ΄τα τζιτζιρια .
Ας είναι σχωρεμένος ο μπαρμπα Μαλάμος , αυτός κι’ η παρέα του , ήταν η χαρούμενη νότα στη Λιδορικιώτικη ζωή , τους θυμόμαστε με πολλή..αγάπη .
Μας λείπουν.......
ΤΑ ΣΙΡΝ'ΚΑ ΤΖΙΤΖΙΡΙΑ Τ' ΜΠΑΡΜΠΑ ΜΑΛΑΜ'....
Άνθρωπος της αγοράς ο μπάρμπα Μαλάμος , Καραμήτσος Γεώργιος κατά κόσμον , Σαλωνίτης , γέννημα – θρέμμα , ήρθε πρίν από χρόνια στο Λιδωρίκι γαμπρός , παντρεύτηκε τη Θυμιούλα , τη χήρα του Κώστα του Γατάκη , με δυό παιδιά , τον Χρήστο και την Ελένη και ασχολιόνταν με όλες τις δουλειές για να τα φέρει βόλτα , δύσκολα χρόνια βλέπεις .
Ιδρυτικό μέλος του σωματείου φορτοεκφορτωτών , στέλεχος δηλαδή , επίσημος τελάλης του χωριού ( είχε διαδεχθεί τον μπάρμπα Ζήσιμο τον Καραγιώργο ) και άνθρωπος για...όλες τις δουλειές , πως λέμε , το μεροκάματο να βγαίνει .
Κλασσική φιγούρα ανθρώπου της πιάτσας ο μπάρμπα Γιώργος , με το παχύ μουστάκι του , που κάλυπτε όλο , σχεδόν , το στόμα του , ην τραγιάσκα του ( πάντα λίγο στραβά φορεμένη) και το απαραίτητο συμπλήρωμα της εμφάνισής του : το ζωνάρι, του...ζ'ναρ , όπως έλεγε .
Εγώ , μικρό παιδί τότε , αναρωτιόμουνα ποιός τάχα ήταν ο ρόλος του ζωναριού αφού οι Λιδορικιώτες δεν το φορούσαν , πίστευα οτι τόχε μόνο για φιγούρα , για μαγκιά , κι΄ένα βράδυ που είχαμε πάει στο σπίτι του (η γυναίκα του η Θυμιούλα-Ευθυμία ήταν Καρλοπούλα πρώτη ξαδέλφη της μάνας μου) τον ρώτησα σχετικά , κι΄ο μπάρμπα Γιώργος με γνήσια Σαλωνίτικη προφορά μου απάντησε : ου ζ'νάρ αν'ψιέ, δεν εινι μαναχά για φιγούρα , είνι για να κρατάει τ΄μέση γιρά , κι΄έτσι λοιπόν έλυσα την απορία μου .
Καλοίσκιοτος άνθρωπος ο μπάρμπα Μαλάμος , με χιούμορ , κυκλοφορούσε διαρκως μέσα στο χωριό , τη Βαθειά , στΆλωνάκι , παντού , κι΄όταν τέλειωνε η δουλειά όλη παλιοπαρέα , σωματείο κλπ , ιάνανε στασίδι στην ταβέρνα τ΄Κουτσούμπα πίναν κάνα κατοσταράκι και μηχανεύονταν ότι σκανταλιές μπορεί να βάλει ο νούς , βάζαν τα σκυλιά σ΄αγγάρια όπως λέμε.
Ένα πρωί λοιπόν , έσκασε η μπόμπα ,το συνταρακτικό νέο έκανε αμέσως το γύρω του χωριού : Ο Μαλάμος αγοράζει τα σερνικά τζιτζίρια . Όλοι άρχισαν ν΄αναρωτιούνται τι τάχατες θα τα κάνει και άκουγες τις πιό απίθανες εκδοχές ,τίποτα όμως συγκεκριμένο , επίσημο .
Κυκλοφορούσε βέβαια , μια φήμη , βάσιμη , ότι τα τζιτζίρια τάθελε η θειά Θυμιούλα για γιατροσόφια και μαντζούνια , μιας κι'ασχολιόταν μ'αυτά , τίποτα όμως σίγουρο .
Οι πιτσιρικάδες ξετρελλάθηκαν , κατακαλόκαιρο ήταν , ζέστη αφόρητη κι΄από τζιτζίρια... άλλο τίποτα , γεμάτος ο τόπος , απ΄την άλλη βέβαια μεριά ο Μαλάμος έκανε εξαιρετική διαφημιστική καμπάνια , αφού ο ίδιος ήταν το Μ Μ Ε του χωριού .
Άρχισαν λοιπόν οι πιτσιρικάδες όλοι το σαφάρι των τζιτζιριών , σκαρφάλωναν κατάκορφα στις τσαγαλιές και γέμιζαν κάτι σταχτόχρωμες χαρτοσακκούλες , που χρησιμοποιούσαν τότε τα μπακάλικα , δεν είχε εφευρεθεί ακόμα το πλαστικό , και μετά θριαμβευτικά , κρατώντας προσεκτικά τη σακκούλα με την πραμάτεια , πήγαιναν σφαίρα για τον μπάρμπα Μαλάμο.
Η πράδοση και παραλαβή της πραμάτειας θα γινόταν , σύμφωνα με τη σχετική ανακοίνωση , στηνταβέρνα του Κουτσούμπα , η στο μαγαζί του Χρήστου του Γατάκη , του γιού δηλαδή της Μαλάμαινας , απ΄τον πρώτο της γάμο .
Άρχισαν λοιπόν οι πρώτες παραδόσεις των εμπορευμάτων , τα παιδιά κατακόκκινα , και καταιδρωμένα απ΄τον ήλιο και τη ζέστη , χημάτιζαν ουρές , σπρώχνονταν , και φυσικά καυγάδιζαν , για το ποιός έχει σειρα , ενώ ο μπάρμπα Μαλάμος , ήρεμος με την τραγιάσκα του λίγο ανασηκωμένη , και έχοντας ένα μαντήλι γύρω στο λαιμό του , για τον ιδρώτα , πήρε αργά-αργά την πρώτη χαρτοσακκούλα , καί μέσα σε πανδαιμόνιο απ΄τις φωνές των τζιτζιριών , την άνοιξε προσεκτικά , έπιασε ένα τζιτζίρι . το έφερε κοντά στα μάτια του το κοίτεξε καλά-καλά κι΄απο τις δυό πλευρές , και κουνώντας με κάποια απογοήτευση το κεφάλι άφησε ελεύθερο το έντομο λέγοντας : θηλκό ....
Το ιδιο σκηνικό , επανελήφθη και στο δεύτερο και στο τρίτο και στα επόμενα , ο Μαλάμος , αφού τα έψαχνε και διαπίστωνε το φύλλο τους , φώναζε θηλκόοοοο , και τα αμόλαγε , γκρινιάζοντας τα παιδιά και μουρμουρίζοντας : Καλά ούλα τα θηλκά μαζέψηταν ; Δε σας είπα , μαναχά τα σηρνκά παίρνου!!! Σε κάθε σακκούλα βέβαια , όταν έφτανε στο τέλος , έβγαζε και ένα δυό σερνικά φωνάζονταςθριαμβευτικά σιρνκόόόόόόό...και φυσικά πλήρωνε μιά δυό δεκάρες στο κάθε παιδι , για να υπάρχει κίνητρο να ξαναπάνε .
Κι΄έτσι κι΄έγινε για μιά δυό μέρες , τα πατσιρίκια σκοτώνονταν να μαζέψουν τζιτζιρια , τα πήγαιναν , επαναλαμβανόταν η ίδια διαδικασία , και φτού κι΄’απ την αρχή , ώσπου οι μικροί κατάλαβαν τη μηχανή του μπαρμπα Γιώργου , κι΄έτσι σταμάτησε άδοξα το τζιτζιροκυνηγητό , προς μεγάλη απογοήτευση των πιτσιρικάδων , που είχαν αρχίσει να κάνουν όνειρα για το τι θα άγόραζαν με τα λεφτά που θα έβγαζαν απ΄τα τζιτζιρια .
Ας είναι σχωρεμένος ο μπαρμπα Μαλάμος , αυτός κι’ η παρέα του , ήταν η χαρούμενη νότα στη Λιδορικιώτικη ζωή , τους θυμόμαστε με πολλή..αγάπη .
Μας λείπουν.......
Καλό ..ξημέρωμα αδέρφια.........Κ.-
No comments:
Post a Comment