Μισόν , κι’ακόμα , αιώνα ( 1645 – 1700 ) , περίπου , τα Ελληνικά πέλαγα κόχλαζαν . Στο κατακομματιασμένο, σαπισμένο κορμί του νεκρού , πιά , Βυζάντιου , καινούργιες δυνάμεις , δυό λαοί πλημμυρισμένοι ζωή – η Βενετιά κι’ η Τουρκία – χτυπιόνταν – στην παντοτινή σύγκρουση Ανατολής και Δύσης – κι’ ο αντίβουος της πάλης τους , συγκλόνιζε τις φοβισμένες ακτές και σκόρπαγε τον τρόμο στους πολύπαθους κατοίκους .
Η φωτιά πρωτάναψε στην Κρήτη . Η πύρα της , όμως , δεν ήταν τόση , όση γύρευαν οι αντιμαχόμενοι , δεν μπορούσε να κάψει αποτελεσματικά . Γιά το δυνάμωμά της , οι Ενετοί – ύπουλοι και πανούργοι – επεδίωξαν να πάρουν τους Έλληνες με το μέρος τους , σ’ αυτούς , ως τα πιό απομακρυσμένα χωριά , έστειλαν πρέκτορες που τους παρακίναγαν στον ξεσηκωμό κι’ έπεισαν πολλούς να πιάσουν τα όπλα . Ο λαός – που μ’ απόγνωση προσπαθούσε να συμβιβαστεί με το δυνάστη του – κάτι επείγον κι’απαραίτητο – αναταράχτηκε .
Στη Ρούμελη και το Μοριά , πλάτυναν τα στήθια κι’ αναφτερώθηκαν οι ελπίδες γιά λευτεριά .Η Πόλη κι’ η μεγαλοσύνη , πούχαν χαθεί , ξανάστραψαν κι’ ο πόθος γιά εθνική αποκατάσταση φούσκωσε τις πλακωμένες καρδιές . Στη Δύση ,στους αδελφούς χριστιανούς , έβλεπαν οι σκλάβοι τη σωτηρία τους .Στη στεργιά και τη θάλασσα , ξαναζβντάνεψαν ηρωισμοί , άδικα όμως , μιά κι’ οι σύμμαχοι αποδείχτηκαν κακοί .Τις τύχες της Φωκίδας – τότε – κράταγαν στα χέρια τους , ο αρματωλός Λιδορικίου και Ναυπάκτου Κούρμας , ο πάμπλουτος Δωριέας κτηματίας Τσακμάκης κι’ ο Γιαννάκης Λουδορέκας , συνταγματάρχης των Βενετών , ο μεθοδικός ηγέτης που έκανε τ’ άταχτα παλικάρια του Κούρμα : Καλογυμνασμένους στρατιώτες , κανονικούς . Πάνω απ’ αυτούς βρισκόταν ο θερμός μαχητής Επίσκοπος Σαλώνων , Φιλόθεος Χαρίτου , ορκισμένος εχθρός των Τούρκων .
Συνεννοημένοι , δεμένοι κι’ οι τέσσερις , αγωνίστηκαν . Στην ψυχωμένη προσπάθειά τους , ο ανθός της Φωκικής νεολαίας χάθηκε , μάταια – δυστυχώς – χωρίς να κερδηθεί τίποτα .Η άδοξη κατάληξη όλης της περιπέτειας – που σβύστηκε « εντός χειμάρρων αιμάτων » μετά την « αισχράν των Ενετών εγκατάλειψιν » - « υπήρξε το επισημότερον , μεταξύ Τούρκων και Ελλήνων , διαζύγιον » , κατά τον Σάθα και – σαν σκληρό σχολειό – άνοιξε και των δυό τα μάτια . Ο παντοδύναμος , ο κυρίαρχος τύραννος βεβαιωνόταν πως δεν έπρεπε νάχει εμπιστοσύνη στη λυγισμένη φυλή , κι’ οι άτυχοι Έλληνες πως από πουθενά δεν θάπρεπε να περιμένουν βοήθεια .Το χάος που κληρονόμησε η αποτυχία στη Ρούμελη,χρόνια πλανήθηκε πάνω της και τη σημάδεψε .
Ο Κούρμας έπεσε , ο Λουδιρέκας – που άλλοτε θα πούμε γι’ αυτόν – διατάχτηκε να φύγει . Από κοντά , τον ακολούθησε ο Σπαθόγιαννος , συμπολεμιστής του τολμηρός , κι’ η άτυχη Δωρίδα – καρδιά του κινήματος – απορφάνεψε . Οι ράχες και τα περιγιάλια της , σίγασαν και λούφαξαν . Όσοι είχαν τον < τρόπο > τους , διάλεξαν το δρόμο της ξενητειάς . Θλιμμένοι , πικραμένοι , ξεσπιτώνονταν κι’ έσπρωχναν πίσω τους τη γη γιά την οποία τόσα ‘ονειρα είχαν πλάσει και τον κατάμαυρο , ερειπωμένο τόπο , όπου σε λίγο θα ξέσπαγε η οργή των άπιστων . Ο τελευταίος « μεγάλος », ο Τσακμάκης - πούχασε δυό γιούς στο μακελειό – μπάρκαρε με τους στενούς του στγγενείς γιά την Αγγλία , όπου ( κατά το Σάθα ) « μέχρι του νυν » ( 1865 ) « διεσώθησαν οι απόγονοί του ( Τσεκμέκ ) και κατά τον πλούτον και τα αξιώματα εκείσε διακρινόμενοι », ενώ από υο σόι του έμειναν μερικοί εδώ κι’απ’ αυτή τη ρίζα πρέπει νάναι κι’ οΕυαγγέλης Τσακμάκης , από τη Στύλια , που διακρίθηκε το 1821 .
Άλλοι καπεταναίοι , από κείνους που αναμείχτηκαν στα γεγονότα , σκόρπιοι κι’ ανοργάνωτοι όμως , ρίχτηκαν στη θάλασσα , κάτι ανάμεσα σε κοινούς ληστοπειρατές και απόστολους της Εθνικής ανεξαρτησίας . Ο Κορινθιακός και τα παράλια της Δυτικής Ελλάδας , και πότε – πότε πιό μακρυνά – συνταράζονταν από συγκρούσεις και περιστατικά γεμάτα λεβεντιά και θάρρος . Ο Γράμμος , απ’ τη Βόνιτσα , έχασε τη ζωή του έξω απ’ την Κρήτη , μετά από πολύωρο αγώνα με Τουρκικά πλοία .
Ο Πίσπιρης , απ’ τον Έπαχτο , έκαψε τα παράλια του Αιγίου και απείλησε την Πάτρα . Οι Μεσολογγίτες αδελφοί Λουκαίτη κι’ ο Καρλόγιαννος , απ’ τ’ Αγγελόκαστρο , κούρσευαν καιρό , μέχρι που πέσανε σε παγίδα στ’ ανοιχτά της Καλαμάτας , και κρεμάστηκαν στα ψηλά κατάρτια της Τούρκικης ναυαρχίδας . Οι άντρες του Γαλαξειδιώτη Κουρέβελη – που του πλήρωναν ταχτικό φόρο πολλά χωριά του Σαρωνικού – και του συμπατριώτη του Γεωργούλη , μπόρεσαν ως και την Πάτρα να κυριέψουν , γιά λίγο , να την πυρπολήσουν και να τρομοκρατήσουν την περιοχή , ως ότου – ύστερα από προδοσία ενός Μανιάτη συντρόφου τους – πιάστηκαν οι περισσότεροι , κι’ ο Κουρεβέλης σκοτώθηκε .Ακόμα ο Μαλαματένιος ( Βιτρινιτσιώτης ) , ο Τουφεξής ( Αιτωλικιώτης ) κι’ ο Τσάρδας απ’ τα Ντοβραινοχώρια , μετά από απανωτές νικηφόρες μάχες , αιχμαλωτίστηκαν από Αλγερίνους πειρατές και θανατώθηκαν με φριχτά βασανιστήρια – οι πρώτοι – ενώ ο τρίτος – ντροπιασμένος κι’ανήμπορος – πουλήθηκε σε κάποιον Ναπολιτάνο !
Εκείνη την ταραγμένη περίοδο έδρασε κι’ ο Λιδορικιώτης Γιάννης Κάψης , με τ’αδέλφια του Νίκο Κάψη και Καπετάν Τρομάρα .Οι τρεις τους , με υπολογίσιμο σώμα από σκληροπελεκημένους Δωριείς , χάραξαν δρόμο μέσα στο χαλασμό – μοιράζοντας θάνατο και καταστροφή – κι’ έφτασαν στον Ακαρνανικό Μύτικα , που τον έκαναν ορμητήριο απ’ όπου « ..ως κεραυνός επέπιπτον κατά παντός συναπαντωμένου πλοίου , υπό οιανδήποτε σημαίαν , μέχρις αυτού του Ελλησπόντου επεκτείναντες τας πειρατικάς εκδρομάς των ». Αποφασιστικοί και αδίστακτοι ξεχώρισαν , και από τους τρεις ο Γιάννης , που γρήγορα έγινε ο αρχηγός .Με το μικρό του στόλο – δυό γαλέρες , στην αρχή – κατάρα πραγματική , υψώθηκε θρύλος και – κατά τον Δ.Πασχάλη , στο δημοσίευμά του « ο Βασιλεύς της μήλου » :« Τάχιστα το όνομά του διεβοήθη καθ’όλον το Αιγαίον , και πας βράχος , παν ,Άντρον , πάσα ακτή του αρχιπελάγπυς έψαλλε τα ανδραγαθήματά του .
Τρόμοςκαι φρίκη κατελάμβανε τους ναυσιπορούντες , οσάκις και απλώς ήλουον το όνο-μά του. Είχε καταστεί ο δαίμων της θαλάσσης και απανταχού , όπου πλοίονετόλμα να διαπλεύση το Αιγαίον , ενεφανίζετο ενώπιόν του ερυθρά ως αίμα ηυπερήφανος σημαία του αλαζόνος πειρατού . Αλλοίμονο εις το σκάφος εκείνον,που ηρνείτο να κλίνη δουλικώς τον αυχένα ενώπιον της σημαίας ταύτης .Το πλήρωμα εν τω άμα κατεσφάζετο από του πλοιάρχου μέχρι του ναυτόπαιδοςΚαι το πλοίον λεηλατούμενον αφίνετο έρμαιον των κυμάτων » .Αλλοιώτικη , πάντως , ήταν η συμπεριφορά του σ’ όσους υποτάσσονταν , μεταχείριση που φανερώνει πραγματικόν ηγέτη , άνθρωπο που ξέρει πότε πρέπει να δείχνει πυγμή και πότε καλοσύνη , γιά ν’αγγίζει τους στόχους του :
« Ο τρομερός πειρατής της Μήλου » - συνεχίζει ο Πασχάλης – « δεν ήτο αιμοχαρής . Οι περιπίπτοντες εις χείρας του διηγούντο θαυμάσια περί του χαρακτήρος του . Εις πολλάς περιστάσεις , πειρατής αυτός , εδείκνυε καρδίαν αρνίου . Kαιόμως οι τολμηροί σύντροφοί του , τέκνα των κινδύνων και της θαλάσσης , έτρεμον ενώπιόν του και υπήκουον εις αυτόν τυφλώς , ως εις υπερφυσικόν τι ον . Ουαί δ’ εις εκείνον , όστις ετόλμα να μη εκτελέση πιστώς τας διαταγάς του . Υπέπιπτεν εν τω άμα εις την οργήν του, οργήν τρομεράν , κεραυνοβόλον . Αλλά και τοιούτον όντα τον ελάτρευον οι θηριώδεις εκείνοι κουρσάροι και ωρκίζοντο εις το όνομά του . Οσάκις τους ωδήγει , η νίκη ουδέποτε διέφυγε των χειρών των , και μόνη δ’ η φωνή του εν μέσω της μάχης επλήρου αυτούς θάρρους και τόλμης » .Η κατάσταση στο Αιγαίο ήταν απελπιστική . Τούρκοι , Βενετοί , πειρατές αλλόφωνοι – κάθε καρυδιάς καρύδι – αλώνιζαν και ρήμαζαν . Τα πάντα υποφέραν .Σ’ αυτόν τον ανεξέλεγκτο κατατρεγμό της μοίρας οι < πολιτισμένοι > Βενετοί , πρωτο – στατούσαν . Στο ποιημά του « Κρητικός Πόλεμος », ο Μαρίνος Τζάνε Μπουνιαλής , ζωγραφίζει την άθλια κατάντια των νησιών . Περιγράφοντας πως Κυκλαδίτες αντιπρόσωποι των κατοίκων παρουσιάστηκαν στον Καπουδάν – Πασά « ξεσχισμένοι , ανεγνώριστοι και ξετραχηλισμένοι » , λέει :
« επήγανε και τούπανε τα βάρη δεν μπορούμε
οπού’χουνε καθημερινό και στέκουν να χαθούνε ,
τους Φράγκους από μιά μεριά , τους μπέηδες απ’άλλη ,
ώστε να δώσωμε ‘κεινών έρχονται ακόμα κι’ άλλοι
και θέλουσι κι’άλλα σολντιά και πούχουν να τα βρούνε
και τόσα πάθη των Φραγκών νάχουνε δεν μπορούνε ,
γιά ταύτως εις το βασιλειό ήλθανε να τα πούσι ,
ανάπαυσιν αλλούς ποθές να τους ελευθερούσι
να πάνε ταίς γυναίκες τως και τα παιδιά να σώσουν
και τα νησιά ν’αφήσουνε και σπίτια να εημώσουν » .
Εκτός όμως από τα δοσίματα και τους φόρους , η αιχμαλωσία – κακός εφιάλτης – πλανιόταν στα κεφάλια όλων , κι’οι περιπέτειές της ήταν οδυνηρές .
Οι Τούρκοι – κυρίως – χρησιμοποιούσαν όσους έπιαναν στα κάτεργα και τους « εξασφάλιζαν » μιά ζωή , πικρή γεύση της οποίας μας δίνει το παρακάτω δημοτικό τραγούδι :
« Ερχόμαστ’ απ’ Ανατολή σε μιά χρυσή γαλιότα ,
πέντε πασάδες είχαμε ωμορφοστολισμένους
κι’είχαμε σκλάβους εκατό στα σίδερα δεμένους ,
στα σίδερα , στις άλυσες και στες βαρειές καδένες .
Ο σκλάβος ανεστέναξεν απ’της καρδιάς τα φύλλα
δίνει και άλλο στεναγμό κι’εστάθηκ’ η γαλιότα .
Κι’ ο μπέης το κατάλαβε κ’εφώναξ’απ’την πρύμη :
- Αν είναι από τους ναύτες μου , ανάθεμά τους όλους
- Κι’αν είναι από τους σκλάβους μου , να τον ελευθερώσω .
Σκλάβε πεινάς ; Σκλάβε διψάς ; Σκλάβε μου ρούχα θέλεις ;
- Μήτε πεινώ , μήτε διψώ , μήτε και ρούχα θέλω ,
Θυμήθηκα τη μάνα μου , τη δόλια μου γυναίκα ,
Πούμουνα δυό ‘μερών γαμπρός , δώδεκα χρόνους σκλάβος .
- Τραγούδησέ μου σκλάβε μου , γιά να σ’ελευθερώσω .
- Πόσες φορές τραγούδησα κ’ελευθεριά δεν είδα .
Μ’αν είναι γιά τη λευτεριά να ματατραγουδήσω .
Φέρτε μου το λαγούτο μου με τ’ασημένια τέλια ,
Να τραγουδήσω και να πω γιά της σκλαβιάς τα πάθη .
Δώδεκα χρόνους έκαμα στης Μπαρμπαριάς την άμμο ,
Κι’εννηά καριές εφύτεψα στης φυλακής την πόρτα ,
Κι’απ’τις εννιά καρπώφαγα κ’ελευθεριά δεν είδα .
Αν έχεις μάνα και παιδιά , πασά , ‘λευθέρωσέ με » .
Τους φόβους και τις δυστυχίες αυτές εκμεταταλλεύτηκε – λοιπόν – ο Κάψης κι’ απόσπασε την εμπιστοσύνη – η την ανοχή – των Κυκλαδιτών , οι περισσότερες κοινότητες των οποίων εξαγόραζαν την ησυχία τους . Ο Γιώργος Κούκας – στο περιοδικό « Ιστορία Εικονογραφημένη » , τεύχος 26 – γράφει πως : « ο Κάψης , γνώριζε το Αιγαίο όπως την παλάμη του . Χτυπούσε , με την ίδια μανία , Ενετούς και Τούρκους . Κι’ο Καπουδάν – Πασάς είχε δώσει εντολές στο Οθωμανικό στόλο να προσέχει : « Διάσωσις με τις λιγώτερες απώλειες , αν εμφανισθή ο Κάψης ».
Αλλά και στις στεργιανές « εμφανίσεις » του , ο ανήμερος πολέμαρχος , είχε επιτυχίες .Σε μιά τέτοια , γνώρισε την όμορφη κόρη του άρχοντα της Μήλου Αρμένη και την παντρεύτηκε . Αλλαγμένος , γιά λίγο , παράτησε τα κύματα και τις συγκινήσεις τους κι’ εγκαταστάθηκε στα κτήματα του πεθερού του , που ήταν τόσο πλούσιος ώστε χάριζε ,« διά ψυχικόν », « το μοναστηράκι της Παναγίας της λεγόμενης Μισοσπορίτισσας » κι’ είχε δικιά του εκκλησιά , την « Παναγία Αρμένη ».
Το όργωμα της θάλασσας – το ίδιο δυνατά – συνέχισε ο Τρομάρας . Παλικάρι διαλεχτό και του λόγου του , κατάφερνε σοβαρά χτυπήματα , μέχρι που πιάστηκε από Φράγκικο πολεμικό και παραδόθηκε στον Καπουδάν – Πασά , που τον βασάνισε και τον αποκεφάλισε .Βαρύ το κακό , προσβλητικό , φούντωσε το θυμό του Κάψη . Η εκδίκηση έγινε σύνθημά του . Με τον άλλο αδελφό του , το Νίκο – που τον είχε κοντά του – αρμάτωσαν καλοδουλεμένα καράβια κι’ανοίχτηκαν , πάλι , στα γνώριμα νερά .
Το ξαναγύρισμά τους , ήταν πιό βίαιο , τόσο πολύ , που οι Τούρκοι μαζεύτηκαν και δεν τους καταδίωκαν πλέον . Ακόμα είχε και στόχο , τούτη τη φορά . Ο Δ.Πασχάλης – που αντιγράφει τον Σάθα – τον φανερώνει : « Εις τας φλέβας του Κάψη , εκυκλοφόρει , ως φαίνεται , το ευγενές των παλαιών Δωριέων αίμα και μη αρκεσθείς εις το βασίλειον της θαλάσσης ήρχισε να ονειρεύεται την λαμπρότητα του βασιλικού φρόνου εν τη ξηρά ! ». Γι’αυτόν τον σκοπό , ένα σκοτεινό βράδυ άραξε σ’απόμερη , αφύλακτη ακτή της Μήλου και – χωρίς να τον καταλάβη κανένας – έβγαλα στη στεργιά εκατοντάδες ένοπλους ναύτες . Το θαμποχάραμα τον βρήκε Κύριο του νησιού !
Ήταν το έτος 1677 .« Οι κάτοικοι της Μήλου » - γράφει ο Σάθας – « ήταν Έλληνες ως επί το πλείστον , διοικούμενοι υπό τριών επιτρόπων κατ’έτος εκλεγομένων , μόνον εις καδής Τούρκος εστάθμευε και αυτός δε ο βοιβόντας ήτο ως επί το πλείστον Έλλην , εισπράττων το χαράτζιον , και δυνάμενος να ραβδίζη , ως ο αγάς των γιανιτσάρων . Εν έτει 1700 το από της Μήλου πληρωνόμενον χαράτζιον ανέβαινε εις πέντε χιλιάδας σκούδα , υπολογιζομένων πέντε σκούδων επί εκάστου ατόμου .
Ένεκα των πειρατών σπάνίως επλησίαζον εκεί Τούρκοι , ο έχων διαφοράν Μήλιος ανεφέρετο πρωτοδίκως εις τους επιτρόπους και τους προεστούς , οίτινες , αν ήθελον , επεκαλούντο και την δικαιοσύνην του καδή , παρευρισκόμενοι και ούτοι και απειλούντες , ότι αν δεν απονείμη δικαιοσύνην θα τον αποπέμψωσι , και ζητήσωσι τον αντικαταστάτην του από του μεγάλου καδή της Χιου .
Ο εναγόμενος , προσήρχετο , και άνευ πολλών διατυπώσεων , προσεκαλείτο να ορκισθή επί του Ευαγγελίου , αν οφείλη η όχι τα ζητούμενα . Άμα ωρκίζετο , έστω και ψευδώς , όπερ σπανιώτατον, έμενε ακαταζήτητος , και ουδείς ηδύνατο να τον τιμωρήση , αν και απεδεικνύετο η ψευδορκία , διότι οι απλοικοί εκείνοι χριστιανοί επίστευον , ότι ηδύνατό τις χάριν των επιγείων ν’αρνηθή τον Χριστόν ».Αυτούς « υπέταξεν » ο Κάψης ! « κατέλυσε » τις αχνές , χαλαρωμένες Τούρκικες αρχές και ανακηρύχτηκε – μόνος του – « Βασιλεύς της Μήλου » ( S’erigea en petit roy de Milo ) κατά τον Γάλλο περιηγητή Τουρνεφόρ .Στην πρεξικοπηματική αναγόρευσή του , όμως , ήθελε να δώση λαμπρότητα .
Του χρειαζόταν μιά στέψη και τούτο αποφάσισε να το κάνη ο ένας απ’τους δυό Επισκόπους του νησιού , ο Λατίνος . Ο Δον Καμίλο , έτσι τον λέγανε , ήταν απ’τους πολλούς ξενοφερμένους φραγκοπαπάδες που είχαν απλωθή στο αρχιπέλαγος . Τύπος τυχοδιωκτικός τον κατηγορούσαν πως κατείχε – άγνωστο πως – πολλά κτήματα στη Σίφνο και πως τοποθετούσε , με το αζημείωτο βέβαια , ανίκανους κληρικούς σε σπουδαίες θέσεις , όπως διώρισε τον δον Γεώργιο Βαφτισμένο – που μόνο τις γυναίκες σκεπτόταν – ιεραπόστολο στην Κίμωλο και , ακόμα , πως – παρά τις επιχειρήσεις του – δημιούργησε αβάσταχτα χρέη που γιά να τα ξεπληρώσει , έκανε δικά του τα σκεύη και τα άμφια της εκκλησίας του Αγίου Αντωνίου της Πάδουας , που βρισκόταν στη Σίφνο .
Τούτος ο Ιεράρχης φόρεσε το στέμμα στον Κάψη .Ο Γάλλος ιησουίτης μοναχός Σωζέ , που ζούσε την εποχή εκείνη στη Νάξο , περιγράφει έτσι το γεγονός :< Οι Μήλιοι , φύσει ανδρείοι μη ανεχόμενοι τον Τουρκικόν ζυγόν , και θαυμασταί των κατορθωμάτων του Κάψη , ουδόλως επηρρεασθέντες από το άσημον της καταγωγής του , παραχρήμα τον ανεγνώρισαν ως Βασιλέα , έστεψεν δε αυτόν ως τοιούτον εν τω Μητρο – πολιτικώ ναώ των Ελλήνων ( την Βυζαντινή Παναγία Πορταίτισσα ) ο λατίνος επίσκοπος δον Αντώνιος Καμίλο , όστις ανήρτησεν από του λαιμού αυτού χρυσήν άλυσιν , του λαού αναφωνήσαντος τρις : Ζήτω ο Κάψης >.Η επιθυμιτή αναγνώριση , έγινε – πανηγυρικά – απ’όλους , ορθόδοξους και καθολικούς .Οι Τούρκοι – καιροσκόποι – απλώς , δεν μιλούσαν .
Ο νέος αφέντης , απολυταρχικός , ‘οπως ήξερε απ’τα καράβια , έκανε το αρχοντικό του πεθερού του διοικητήριο και δόθηκε ολόκληρος στην αναδιοργάνωση του < Κράτους > .Συνετός , ήταν « ανδρείος και μη εστερημένος ουδενός των προς το κυβερνάν προτερήματος και αληθής κυρίαρχος », όπως τον περιγράφει ο Τουρνεφόρ που επισκέφτηκε την Μήλο γύρω στα 1700 και βρήκε ζωντανές και θεριεμένες διηγήσεις γιά τον Κάψη , που είχε θανατωθεί πειν 20 χρόνια .
Καθαρό μυαλό , χωρίς να θαμπωθεί απ’τις τιμές και τ’αξιώματα , ζήτησε την αγάπη και τον σεβασμό των « υπηκόων » του .Προνοητικός και καχύποπτος , έφτιαξε αστυνομία , < ενεκατέστησε μόνιμον φρουράν εξ 25 στρατιωτών > , στο σπίτι του και εξήρχετο συνοδευόμενος υπό σωματοφυλακής εκ 50 ανδρών . Ακόμα , < εδίκαζε καθ’ωρισμένας ημέρας , και πάντοτε απένεμε το εις έκαστον ανήκον , δικαίως και αμερολήπτως > .Με τον δικό του τρόπο , εδραίωσε την τάξη κι’ανέβασε τη Μήλο σε ζηλευτή θέση .Οι επιτυχίες του – στις οποίες η φαντασία έδινε διαστάσεις « τερατώδεις » - διαδίδονταν , στόμα με στόμα , και κίνησαν τον φθόνο των ντόπιων προυχόντων αλλά και – περισσότερο – τον αργό , ανατολίτικο και ασφαλή μηχανισμό εκδικήσεως των Τούρκων , που έβλεπαν πως στα κοντινά νησιά ( Νάξος , Σίφνος , Μύκονος ) , υπήρχαν ραγιάδες πρόθυμοι ν’ακολουθήσουν το παράδειγμα του Κάψη , ν’ανεξαρτητοποιηθούν .
Στη Μύκονο , μάλιστα , ξεπεράστηκε κάθε όριο , αφού έφτασαν να πιάσουν αιχμαλώτους Τούρκους και να τους πουλήσουν σκλάβους !Έπρεπε λοιπόν , το ταχύτερο , να ξεκαθαριστούν οι λογαριασμοί , κάτι που δεν ήταν και ντόσο εύκολο , μιά και την συντριπτική υπεροχή της αρμάδας του Σουλτάνου την εξουδε- τέρωναν η υποστήρηξη του λαού – στον Κάψη – κι’οιγνώσεις του τελευταίου γιά το Αιγαίο , που το ήξερε βράχο – βράχο .Ο μόνος τρόπος που απόμενε , ήταν καθαρά ασιατικός : Η πονηριά .
Το τέχνασμα που εφαρμόστηκε και τ’αποτελέσματά του , ιστορούνται έτσι απ’ το Γιώργο Κούκα , στο περι- οδικό που είπαμε πιό πάνω :« Μιά μικρή μοίρα του Τουρκικού στόλου απέπλευσε από την Πόλη . Έφτασε στην Μήλο και οι τρεις γαλέρες της έδεσαν στο ξακουστό λιμάνι . Με δώρα , υποσχέσεις και μεγάλη , λαμπρή συνοδεία , ο διοικητής της μοίρας βγήκε στην « Πρώτη θάλασσα » όπου τον υποδέχτηκαν οΒασιλεύς , η Βασίλισσα , η ακολουθία τους και φυσικά η απαραίτητη σωματοφυλακή . Ο διοικητής της Τουρκικής μοίρας διαβεβαίωσε τον Κάψη για την εύνοια που τρέφει ο Σουλτάνος προς τον ίδιο .
Ο Κάψης έδωσε πίστι σε όλα αυτά και δέχτηκε την πρότασι του Τούρκου ναυάρχου , η οποία έγινε δήθεν αφελώς κατά το τέλος της συνομιλίας των δύο ανδρών , να επισκεφθή , αν ήθελε , την ναυαρχίδα γιά να ανταποδώσει έτσι και αυτός τη φιλοξενία που του επεφύλαξε ο Βασιλεύς . Ο Κάψης τόσο πολύ πίστεψε τον Οθωμανό ναύαρχο , που παρ’όλες τις αντιρρήσεις των παλληκαριών του αρνήθηκε να πάρει μαζί του σωματοφύλακες , γιά να μη δώσει λαβή σε υποψίες .
Ντυμένος στα επίσημά του και με τη χρυσή αλυσσίδα στο λαιμό , μπήκε σε μιά βάρκα και ανοίχτηκε πρός τη ναυαρχίδα που ναυλοχούσε σε αρκετή απόσταση. Καθώς ανέβαινε στο τουρκικό καράβι είδε τη Μήλο , αλλά γιά τελευταία , δυστυχώς , φορά . Πριν προλάβει να αντιληφθεί ότι δεν υπήρχε κανένας να τον υποδεχθεί και να καταλάβει την πλεκτάνη , δεκάδες Οθωμανοί έπεσαν επάνω του και τον αλυσσόδεσαν στη στιγμή . Τόν χτυπούσαν και οι αξιωματούχοι , με επικεφαλής τον διοικητή , τον εχλεύαζαν . Σε αυτή την κατάσταση , αλυσσοδεμένο , τον οδήγησαν στα κάτεργα της ναυαρχίδος , με τριπλοσκοπιές γύρω του .Όταν έφτασαν στην Κωνσταντινούπολη τον φυλάκισαν στο Επταπύργιο και μετά από λίγες μέρες τον κρέμασαν από ένα δέντρο στην Πύλη του Μπανίου ».Αυτό ήταν – φριχτό κι’ηρωικό – το τέλος του λεβέντη Λιδορικιώτη Βασιλιά , πρώτου και...μοναδικού στην Ιστορία .-"
Εργασία του Γιώργου Καψάλη , απ' τα "ΛΙΔΩΡΙΚΙΩΤΙΚΑ 1983 ".-
19.4.08
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment