Από το πρόσωπό του , φαίνονταν τα χοντρά 'ασπρα μουστάκια του , πεσμένα προς τα κάτω , και καφετιά γύρω απ' τα χείλια , απ' το λαθραίο τσιγάρο , στριμμένο με μπούλτσα . Τα φρύδια του πυκνά και άσπρα , ενώ τα μάτια του μισόκλειστα , δεν διακρίνονταν σχεδόν . Έγειρε το κεφάλι και το σώμα του μπροστά , βάζοντας και την παλάμη του πάνω από τα φρύδια , σαν να τον εμπόδιζε ο ήλιος , μας κοίταξε ερευνητικά και μας είπε μιά καλημέρα κοφτή και βροντερή . δεν προλάβαμε να ξεκαλημερίσουμε , και έψαχνε να βρει τον κούτλα , να μας βάλει ψιμοτύρι να κολατσίσουμε . " Θα 'στε πεινασμένοι και αποσταμένοι " μας λέει , " πάρτε μιά χαψιά , ώσπου ν' αρμέξουμε τα πρόβατα να πιείτε και γάλα , δεν πρέπει να φύγετε νηστικοί απ' το κονάκι τέτοια χρονιάρα μέρα . Όπου νά'ναι θα 'ρθει κι' ο γιός μου ο Αντρέας , βρήκε κατ' περδικόπλα απάν' στ' ν τσούκα και χάθ'κε το παλιόπαιδο κοντά να τα κυνηγάει ". Πεινασμένοι όπως είμαστε και κουρασμένοι , καθήσαμε σε πέτρες , διαλεγμένες για κάθισμα κι εκείνος έστρωσε το σακκούλι κι' έβαλε απάνω το καθάριο ψωμί . Φέρνει μιά βεδούρα γιαούρτι , πηγμένη αποβραδίς , και το ξύλινο κλειδοπίνακο , γεμάτο ψιμοτύρι . Μας δίνει μετά κι' από ένα ξύλινο κουτάλι με γυριστή ουρά . Όλα ήταν φρεσκοπελεκημένα και φυλαγμένα μέσα στο καποτομάνικο .
Φάγαμε καλά , ευχαριστήσαμε τον μπάρμπα Μήτρο , του ευχηθήκαμε " και του χρόνου καλύτερα " και τραβήξαμε γιά τη στρούγκα , που είμασταν καλεσμένοι , Οι άλλοι της παρέας μας είχαν φτάσει με τα ζώα , καο ξεφόρτωναν σακκούλια και μπαρδάκιες με νερό και κρασί και τα κρέμαγαν στον κέδρο . Οι τσοπάνηδες είχαν αρμέξει κιόλας τα κοπάδια και τα όρμωσαν γιά το στάλο στα πλατά . Είχαν ανάψει και τις φωτιές , με γερά κούτσουρα , ελατίσια και κέδρινα , γιά να γίνει γερή θράκα να ψηθούν οι στέρφες και οι παχιές μπλιόρες και τα κοκορέτσια . Σαν πρώτη δόση μας κέρασαν από ένα κούτλα φρέσκο και κρύο χιονόγαλο , με χιόνι που είχε προμηθευτεί ο Δρόσος Βελίας απ' τον κάρκαρο Τσουκνίδας , που είχε μαζευτεί εκεί απ' το χειμώνα . Με την ευκαιρία λέω , γι' αυτούς που δεν ξέρουν , πως ο Κάρκαρος Τσουκνίδας είναι πολύ απότομος και επικίνδυνος να τον κατεβεί κανείς κάτω και λίγοι ήταν αυτοί που τ' αποτολμούσαν . Μέσα σ' αυτούς ο Σημακόιαννος , ο Γιώργος Πουρνιάς κι ' εγώ , που κατεβαίναμε και πιάναμε αγριοπερίστερα .
Ήπιαμε λοιπόν το παγωμένο γάλα , δροσιστήκαμε και ριχτήκαμε στη λάκκα και τις γειτονικές κεθρίτσες παίζοντας και κυνηγώντας ξεπεταμένα αητομαχόπουλα , αλλά που να τα πιάσουμε ! Μόνο ο Λουταντρέας , που ήταν " μάνα καυμένη " με το λάστιχο. Οι μεγάλοι βάλθηκαν όλοι γιά το ψήσιμο των σφαχτών και οι γυναίκες γιά τις υπόλοιπες προετοιμασίες , γιά το αναμενόμενο φαγοπότι . Δεν πέρασε πολλή ώρα , και λίγο παραπέρα , σε μιά μικρότερη φωτιά βάλαν τα κοκορέτσια , που θα τρωγόντουσαν πρώτα . Μοσχοβόλησε η λάκκα , πήρε και μας η μυρωδιά , και αφήνοντας τα παιχνίδια και το ψάξιμο γιά τις φωλιές , στρωθήκαμε και μεις στη στρούγκα στον έτοιμο μεζέ . Πράγματι , τα κοκορέτσια είχαν ψηθεί . Ο Κοκκινοβασίλης , τα έκοψε σε μεγάλα κομμάτια και τά 'βαλε σε δυό-τρία καπάκια και πέσαμε όλοι απάνω , σαν ..νηστικοί χωρίς να σκεφτόμαστε αν έχουμε..δραχμή γιά να πάρουμε κοκορέτσι στους μακαρίτες Γιαλακιδαίους , Σφετσόιαννο , Βελούλα και Ζόγκζα . Φάγαμε σχεδόν καλά με τα κοκορέτσια και το χλωρό τυρί με το καθάριο ψωμί .
Αυτά όμως δεν στάθηκαν εμπόδιο , όταν σε καμιά ώρα ψήθηκαν οι προβατίνες , που τις είχαν κιόλας ακουμπήσει στον τοίχο της ταράτσας , γιά να στεγνώσουν και να κρυώσουν λιγάκι , γιά να λιανίζονται πιό εύκολα .
Τις λιάνισαν , λοιπόν , πάνω σε χοντρά κούτσουρα , με τις μακριές μαχαίρες και σκόρπισαν τα κομμάτια πάνω στα άσπρα τραπεζομάντηλα , ποι οι γυναίκες είχαν στρώσει καταγής με προσοχή . Καθώς τα πιάτα δεν έφταναν γιά όλους , οι πίτες σερβιρίστηκαν σε πιατέλες και άρχισε το φαγοπότι μέσα σε ευχές γιά " χρόνια πολλά " , " αρσενιά παιδιά και θηλυκά ...αρνιά " γιά τους τσοπάνηδες , που με μεγάλη χαρά και ικανοποίηση στα πρόσωπά τους φιλοξενούσαν στη μεγάλη γιορτή συγγενείς και φίλους . Καταναλώθηκε και αρκετό κρασί , που αύξησε το κέφι μικρών και μεγάλων . Οι πιό ηλικιωμένοι άρχισαν τα παραδοσιακά τραγούδια , του τραπεζιού , σερβιρίστηκε και η πρόβεια ολόπαχη γιαούρτη της " ποτομούλας " και αφού φάγαμε και το λιχουδάτο μπομποτένιο κοσμάρι , φκιαγμένο με χλωρό ανάλατο τυρί , ξεχυθήκαμε στην καταπράσινη λάκκα , κοντά στη λούστρα , αρχίζοντας το χορό και το τρικούβερτο γλέντι , μέχρι την ώρα πούπεφταν τ' απόσκια . Κι' αφού πήραμε όλοι οι φιλοξενούμενοι από μιά βεδούρα γιαούρτη πρόβεια , κατηφορίσαμε , μέσα απ' τον Ελατιά της Τσουκνίδας , γιά το Πασόρεμα , αφού πρώτα , ευχαριστήσαμε τους τσοπάνηδες γιά τη φιλοξενία και την ευχάριστη μέρα που μας χάρισαν , ευχόμενοι και " του χρόνου ' .
Φτάσαμε στο χωριό το σούρουπο.... "
Έτσι θυμόταν την αξέχαστη , προπολεμική , " Ανάληψη " στις "Κορομπλιές " ο αείμνηστος χωριανός μας , Αθανάσιος Κοκκαλιάς . Η αφήγησή του αυτή είχε δημοσιευτεί στο " ΛΙΔΩΡΙΚΙ " αρ.φυλ. 17 - Τον Απρίλιο του 1983 !
No comments:
Post a Comment