Απ' τις τελευταίες Λιδορικιώτισσες που ύφαιναν στον αργαλειό , η μακαρίτισσα πιά , Κ . Πανάγου , σύζυγος του Παναγιώτη του Δάσκαλου , που κι' αυτός μας έφυγε πρόσφατα .
Παλιότερη γενιά η Τασούλα Μαργέλλου - Καφτάναινα , και τι δεν έφκιαναν με τα χρυσά τους χέρια , καραμελωτές , βελέντζες , καρπίδια , μπαντανίες , όλα έργα..τέχνης...
Οι δυό...συνυφάδες , η θειά Βιολέτα κι' η μάνα μου , σχωρεμένες από χρόνια , σε μιά όμορφη φωτογραφία μπροστα στο σπίτι μας , πόσα και πόσα δεν έχω να θυμάμαι , τη θυμάμαι όταν πηγαίναμε στο χωριό κι' είχαμε μικρά τα παιδιά , μας έφερνε αυγά , ζεστά-ζεστα΄, μόλις τάκαναν οι κότες , γιά τα παιδιά , πουν ' τα χρόνια εκείνα....
Βλέποντας αυτές τις πανέμορφες στιγμές απ' τη παλιά Λιδορικιώτικη ζωή , φίλοι μου , γύρισα , ήθελε δεν ήθελα ( τραβάτε με κι' ας...κλαίω , που λένε ) στην όμορφη Λιδορικιώτικη ζωή , τότε που πέρναγες , απ' τις γειτονιές μας και σ' έπαιρνε η ευωδιά απ' τα γλυκά και τις ..πίτες , και κάθε σπίτι ήταν ένα χαμόγελο , μιά ..αγκαλιά , όπου και να πήγαινες έννοιωθες σα στο...σπίτι σου , ζεστασιά , μπόλικη ζεστασιά κι' αγάπη , αγάπη ολοφάνερη , αγνή κι' αφκιασίδωτη...πραγματική...
Μιά και γυρίσαμε το χρόνο πίσω , κι' έχουμε και φόντο τις λεβεντο Λιδορικιώτισσες με τους αργαλειούς , ας θυμηθούμε και μιά όμορφη παλιά ιστορία πούχει και ..αργαλειό και γνήσια...Λιδορικιώτικη...γεύση....
Γυρνάμε στη δεκαετία του 60 , στα μέσα της , αφού είχαμε κάνει μιά..περατζάδα απ' την Αθήνα , γιά μερικά χρόνια , το 1965 γυρίσαμε πάλι στο χωριό , αφού είχαμε πετύχει σε διαγωνισμό πρόσληψης υπαλλήλων στην Α.Τ.Ε και τοποθετηθήκαμε , τη..αιτήσει μας στο Λιδορίκι . Χαρές η μάνα μου , κί' εμείς φυσικά και ξαναμπήκαμε στον παλιό γνώριμο τρόπο ζωής , στ' αγαπημένο μας χωριό , με τους γυγγενείς μας , τους φίλους και τους χωριανούς που τόσα χρόνια ζούσαμε μαζί τους . Στο Καψαλέικο το σπίτι μέναμε εμείς κι' η οικογένεια του μπάρμπα μου του Σπύρου , καθότι τα σπίτια είναι αδελφομοίρια , και ήταν μοιρασμένο στα δυό . Η θειά μου η Βιολέτα με τον μπάρμπα μου , ασχολούνταν με τις γεωργικές εργασίες , κι' όλη τη μέρα έλειπαν στα χωράφια , σχεδόν όλο το χρόνο , έφευγαν αχάραγα και γύρναγαν το σούρουπο , είχαν λοιπόν , τις κοτούλες τους , κάνα δυό μανάρες γίδες , ένα..μπλάρ , την Κούλα , και η θειά μου είχε και τον αργαλειό της , έφκιαχνε , και τι δεν έφκιανε , είχε βλέπεις και δυό κορίτσια , και τρία..παιδιά , τα ζωντανά και τις κότες τα βόλευε η ξαδέρφη μου η Μαρία , Θεός σχωρέστην , και η θειά μου είχε τον αργαλειό στην αποκλειστικότητά της , κεντητά , καρπίδια , καραμελωτά , βελέντζες , όλα τα 'φκιανε .
Πότε όμως τα 'φκιανε όλα αυτά η θειά Βιολέτα ; φυσικά μετά τις γεωργικές της δουλειές , ερχόταν απ' το χωράφι , σούρουπο όπως είπαμε , και εφάρμοζε το δικό της..υπνάριο , που ήταν λίγο ..περίεργο , ειδικά το χειμώνα . Εμείς τότε , είχαμε φκιάσει παρέα μ με καθηγητές και άλλους υπαλλήλους και σχεδόν κάθε βράδυ συγκεντρωνόμαστε στα σπίτια , εκ περιτροπής και χορεύαμε , διασκεδάζαμε , ακούγαμε μουσική και..χαζοξενυχτάγαμε , γυρνούσαμε στο σπίτι αργά γιά ύπνο . Κοιμόμαστε στο κάτω σπίτι , κι' ακριβώς δίπλα ήταν το δωμάτιο των μπαρμπάδων μου , όπου φυσικά κι' ο αργαλειός , και μας χώριζε ένα τσατμαδένιο χώρισμα , ένα βράδυ λοιπόν , που αργο..γυρίσαμε , χειμώνας καιρός , πέσαμε γιά ύπνο αλλά σε λίγο ακούσαμε θόρυβο από δίπλα , ένα ρυθμικό θόρυβο , που σταμάταγε γιά λίγο και ξανάρχιζε , σταμάταγε ..ξανάρχιζε , τακ..τουκ..τακ..τουκ....ε..κάτι θα φκιάχνουν είπαμε .
Την άλλη μέρα όμως πάλι τα ίδια , δέκα , έντεκα η ώρα , και το τακ, τουκ , έδινε κι' έπαιρνε , ρώτησα τη σχωρεμένη τη μάνα μου κι' εκείνη..ψευτομασώντας τα λόγια της μου είπε πως , είναι ο αργαλειός της θειάς της Βιολέτας , που ύφαινε , βέβαια μας έκανε εντύπωση που ύφαινε τέτοια ώρα , αλλά τι να κάνουμε , υπομονέψαμε...
Την άλλη λοιπόν μέρα , γυρνώντας απ' τη δουλειά , το απόγευμα , περνώντας απ' την πόρτα της θειάς μου την είδα και τη ρώτησα , γιά το θόρυβο , και μου απάντησε φυσικά..φυσικά , πως ο αργαλειός ήταν και πως ύφαινε , της είπα βέβαια πως τέτοια ώρα που πάμε γιά ύπνο , υφαίνεις , και μιλάμε για 10 11 το πολύ 12 το βράδυ , και η απάντηση της θειάς μου ήταν πραγματικά..αποστομωτική : τέτοια ώρα πάτε γιά ύπνο ; τα μεσάνυχτα ; εγώ τέτοια ώρα ξυπνάω , χορταίνω τον ύπνο , ξυπνάω και τι να κάνω , υφαίνω , κι' είχε κι' απόλυτο δίκιο η θειά μου η καυμένη , γύρισε απ' το χωράφι , ήταν και χειμώνας και νύχτωνε νωρίς , έπεσε γιά ύπνο ατ' τις 6 , ε..φυσικό ήταν στις 11 να ξυπνήσει , κι' απορούσε που εμείς πηγαίναμε τέτοια ώρα γιά ύπνο , όταν ο κόσμος...ξύπναγε , είχε η δεν είχε δίκιο ; είχε....
Όπως ανέφερα στην αρχή , η θειά μου είχε και την..Κούλα , το μπλάρ , αλλά εδώ όμως είχαμε πρόβλημα γιατί Κούλα λέγανε και τη ...μάνα μας , έβγαινε λοιπόν η θειά μας και φώναζε , Κούλααααα , άκουγε από δίπλα η μάνα μου τ' όνομά της κι' απάνταγε : έλα Βιολέτα πιστεύοντας πως κάτι τη θέλει , κι' η θειά μου : δε φουνάζου σένα , του μπλάρ φουνάζου , κι' αυτό γινότα πολλές φορές κάθε μέρα , και μεις φυσικά λυνόμασταν στα γέλια , Θεός σχωρέστην τη θειά Βιολέτα , περάσαμε όμορφα τόσα χρόνια , ένα σπίτι που λένε , κι' ήταν πικραμένη η καυμένη τρία παιδιά της , η μάλλον δυό παιδιά κι' ένα..κορίτσι , στην Αμερική , έχασε και τον άτυχο τον ξάδερφό μου το Γιώργο , κι' είχε μοναχά την ξαδέρφη μου τη Μαρία εδώ , ας είναι αναπαυμένη , είχε κουραστεί πολύ στη ζωή της , ελπίζω εκεί που 'ναι να ξεκουράστηκε....
Οι δυό...συνυφάδες , η θειά Βιολέτα κι' η μάνα μου , σχωρεμένες από χρόνια , σε μιά όμορφη φωτογραφία μπροστα στο σπίτι μας , πόσα και πόσα δεν έχω να θυμάμαι , τη θυμάμαι όταν πηγαίναμε στο χωριό κι' είχαμε μικρά τα παιδιά , μας έφερνε αυγά , ζεστά-ζεστα΄, μόλις τάκαναν οι κότες , γιά τα παιδιά , πουν ' τα χρόνια εκείνα....
No comments:
Post a Comment