Γερό νταμάρι ο καπτάν Θάνος,
ατόφιο ,γνήσιο , Κρητικό,
λες, των πελάγων πελεκάνος,
μ’ένα σκαρί ονειρικό.
Χρόνια, στη γέφυρα αγναντεύει,
τρυγάει τη γεύση του καυμού,
στ’όνειρο,πάντα,ταξιδεύει,
με το κορμί , και με το νου.
Αμούστακο παιδί ακόμα,
μπήκε στου μπάρκου τη φωτιά,
φιλί, απ’ της μάνας του το στόμα,
μοναδική του συντροφιά.
Στα καταβάθεια της καρδιάς του
μαλαματένιο φυλαχτό,
η στερνή ματιά της κοπελιάς του,
που τον προσμένει στο χωριό.
Γιορτές,καθημερνές και σχόλες,
σαν χθες,σαν αύριο,σαν προχθές,
σύννεφο,λες,περνάνε όλες,
μα πιό πολύ,οι Κυριακές.
Του λείπουν, του σπιτιού το μύρο,
η ζεστασιά, της φαμελιάς,
και τα παιχνίδια,εκεί τριγύρω,
με τα παιδιά της γειτονιάς.
Δεν νταγιαντιέται αυτός ο πόνος,
πάντα, ο νους γυρνάει εκεί,
ξυπνάει,κοιμάται,πάντα μόνος,
με μια θολούρα, απ’τη ρακή.
Μέσα στο νου του, μπερδεμένα,
αγάπες,θάλασσες ,στεριά,
όλα βαθειά του,παθιασμένα
παλεύουνε, σαν τα... θεριά.
Κι’όταν, σε δύσκολο ταξείδι,
φούσκωνε η θάλασσα ,οργιές,
γλύκαινε του καιρού το ξύδι,
το νου γυρνώντας στις Μουρνιές.
Ώσπου μια μέρα είπε,κράτει,
στροφή κι’ οπίσω , ολοταχώς,
κι’άραξε, κάπου στο Παγκράτι,
καπτάνιος,τσούρμο..μοναχός.
Γεμάτη η κάμαρη από ενθύμια,
μπότσος,πυξίδα, μακαράς,
μα οι σκέψεις,κύματα, αγρίμια,
λες,σε ταξείδι...συμφοράς.
Συνέχεια ο νους του ταξιδεύει,
Αυστράλια,Ασία,Αμερική,
και τον καυμό,ψευτογιατρεύει,
με μπάρκο,κάποια... Κυριακή.
Απ’το μικρό το φινιστρίνι,
που΄ναι στης κάμαρας την άκρη,
τις τελευταίες διάτες δίνει,
στίγμα, τα μήκη και τα πλάτη.
Κι’έτσι,με τούτα τα ταξείδια,
μετράει,ξανά,τις αντοχές του,
μα μένει πάντοτε στα ίδια,
πάντα.....Δαμάρεως κι Αλκέτου….. Κ..-
Αθήνα 251206.
ατόφιο ,γνήσιο , Κρητικό,
λες, των πελάγων πελεκάνος,
μ’ένα σκαρί ονειρικό.
Χρόνια, στη γέφυρα αγναντεύει,
τρυγάει τη γεύση του καυμού,
στ’όνειρο,πάντα,ταξιδεύει,
με το κορμί , και με το νου.
Αμούστακο παιδί ακόμα,
μπήκε στου μπάρκου τη φωτιά,
φιλί, απ’ της μάνας του το στόμα,
μοναδική του συντροφιά.
Στα καταβάθεια της καρδιάς του
μαλαματένιο φυλαχτό,
η στερνή ματιά της κοπελιάς του,
που τον προσμένει στο χωριό.
Γιορτές,καθημερνές και σχόλες,
σαν χθες,σαν αύριο,σαν προχθές,
σύννεφο,λες,περνάνε όλες,
μα πιό πολύ,οι Κυριακές.
Του λείπουν, του σπιτιού το μύρο,
η ζεστασιά, της φαμελιάς,
και τα παιχνίδια,εκεί τριγύρω,
με τα παιδιά της γειτονιάς.
Δεν νταγιαντιέται αυτός ο πόνος,
πάντα, ο νους γυρνάει εκεί,
ξυπνάει,κοιμάται,πάντα μόνος,
με μια θολούρα, απ’τη ρακή.
Μέσα στο νου του, μπερδεμένα,
αγάπες,θάλασσες ,στεριά,
όλα βαθειά του,παθιασμένα
παλεύουνε, σαν τα... θεριά.
Κι’όταν, σε δύσκολο ταξείδι,
φούσκωνε η θάλασσα ,οργιές,
γλύκαινε του καιρού το ξύδι,
το νου γυρνώντας στις Μουρνιές.
Ώσπου μια μέρα είπε,κράτει,
στροφή κι’ οπίσω , ολοταχώς,
κι’άραξε, κάπου στο Παγκράτι,
καπτάνιος,τσούρμο..μοναχός.
Γεμάτη η κάμαρη από ενθύμια,
μπότσος,πυξίδα, μακαράς,
μα οι σκέψεις,κύματα, αγρίμια,
λες,σε ταξείδι...συμφοράς.
Συνέχεια ο νους του ταξιδεύει,
Αυστράλια,Ασία,Αμερική,
και τον καυμό,ψευτογιατρεύει,
με μπάρκο,κάποια... Κυριακή.
Απ’το μικρό το φινιστρίνι,
που΄ναι στης κάμαρας την άκρη,
τις τελευταίες διάτες δίνει,
στίγμα, τα μήκη και τα πλάτη.
Κι’έτσι,με τούτα τα ταξείδια,
μετράει,ξανά,τις αντοχές του,
μα μένει πάντοτε στα ίδια,
πάντα.....Δαμάρεως κι Αλκέτου….. Κ..-
Αθήνα 251206.
No comments:
Post a Comment